Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Κι' ενόσω αφτοί τους γύμνωναν, να! πέφτουν οι Αργίτες στο χάντακα και στα μπηχτά παλούκια, και πιλάλα ζερβόδεξα κακήν κακώς μες στο τειχί τραβιούνται. 345 Έκραξε τότε ο Έχτορας με μια φωνή μεγάλη «Δεν έχει τώρα πλιάτσικα, μόν' όλοι ομπρός! στα πλοία.
Έφερον μόνον επ' εμού ολίγας κηλίδας ρητινίτου και στίγματά τινα εκ του βορβορώδους εδάφους του καπηλείου, όπου κατά κακήν μου μοίραν είχα κυλισθή την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν την οποίαν διηγήθην ήδη, αλλά δεν ηδυνάμην να εννοήσω, αν αι πρόσθετοί μου αύται ιδιότητες ήσαν ικαναί να δικαιολογήσωσι την υπερτίμησίν μου.
Αλλ' εάν οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι δεν απέκρουαν την επικειμένην υποδούλωσιν, σχεδόν τόρα πλέον θα ήσαν ανάμικτα όλα τα γένη των Ελλήνων και μεταξύ των και βάρβαρα μεταξύ Ελλήνων και Ελληνικά μεταξύ βαρβάρων, καθώς εις τας χώρας, τας οποίας σήμερον κυριαρχούν οι Πέρσαι, κατοικούν ανομοιογενή και συμφυρόμενα με κακήν διανομήν.
Τα μυστήρια ταύτα ήσαν κατά μίμησιν των αρχαίων μυστηρίων, ήσαν αλλόκοτοι τελεταί, αίτινες ευλόγως ενεποίουν κακήν εντύπωσιν εις τους χωρικούς των περιχώρων. Και δεν ήσαν μεν πολλοί θεαταί των τελετών τούτων, αλλ' η φήμη αυτών παρείχεν απαισιωτέραν φήμην, και καθίστα αυτά φοβερώτερα ή όσον πράγματι ήσαν. Δικαίως άρα ο Γεώργιος Γεμιστός εφημίζετο ως μάγος εις τα περίχωρα.
Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας έλυονε, και τα δάκρυα 'ς τα μάγουλα του ερρέαν. και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει, 'πώπεσ' εμπρός 'ς τα τείχη του και εις τους λαούς να σώση την πόλι και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα, 525 και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνά 'ς το ψυχομάχημά του, αυτή ριμμένη επάνω του θρηνολογεί, κ' εκείνοι την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι, την σέρνουν εις τα βάσανα, 'ς τα πάθη της δουλείας, και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει• 530 όμοια τότ' έρρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα. και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα• μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που καθόνταν σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• και εις τους ναυτικούς Φαίακαις ευθύς εκείνος είπε• 535 «Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα, ότι μ' αυτά, 'που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους• 'ς το δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος, απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος• 540 πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει. άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρή και ο ξένος μ' εμάς, 'που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξι. όλα γι' αγάπην έγειναν του σεβασμίου ξένου, προβάδισμα, χαρίσματα, 'που τον φιλοδωρούμε. ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης 545 του ανδρός, όπ' έχει 'ς την καρδιάν αίσθησι καν ολίγη. όθεν και συ μην προσπαθής με τέχνη να μας κρύψης ό,τι ερωτώ σε• είναι καλό να μας το φανερώσης. τ' όνομα ειπέ, 'που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου, 550 κ' οι άλλοι εκεί 'ς την πόλι σου, και οι γείτονες τριγύρω. ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων, 'ς τον κόσμον άμα γεννηθή, μικρός είν' είτε μέγας, αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους. και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλι, 555 όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησί τους σε φέρουν• ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήταις, ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία• αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων. ταις χώραις, τους παχείς αγρούς της οικουμένης όλης 560 γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα γοργότατα, 'ς την καταχνιά, 'ς την συννεφιά κρυμμένα, ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται. μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, 'πώλεγεν ο πατέρας Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 565 'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους• ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων, ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, 'ς το μαύρο κύμα, θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος θα κλείση μέγα• τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήση, 570 ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου. αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρης τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες, ταις χώραις ταις καλόκτισταις κ' εκείνων τους κατοίκους, και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι, 575 και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη. και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων των Δαναών το πάθημα ακούσης και του Ιλίου. κείνο το έκαμαν οι θεοί, κ' έκλωσαν των ανθρώπων όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κ' οι απόγονοι τραγούδι. 580 μη συγγενής σου έπεσε 'ς τα τείχη εμπρός του Ιλίου, άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι, κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας. ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος, έπεσε; ότι 'ς την γνώμη μου κατώτερος δεν είναι 585 απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώσι προικισμένος».
Όταν ο Χριστομάχος Πάουλος, με την συνήθη βάναυσον φιλοπαιγμοσύνην του, ονομάζη τούτο «θαύμα δι' ήμισυ τάλληρον», αποδεικνύει μόνον την ιδίαν κακήν αντίληψίν του περί των ωραίων ηθικών μαθημάτων τα οποία εμπερικλείονται εις την διήγησιν, και τα οποία εις τούτο, ως και εις πάσαν άλλην περίστασιν, διακρίνουσι τα αληθή θαύματα του Κυρίου από των εν τοις Αποκρύφοις.
Αν τον κτυπήσης, αντί να τον κάμης να σ' αγαπήση και να φέρηται αδελφικώς προς σε, θέλεις αυξήσει την αποστροφήν του, και θέλεις χειροτερεύσει την κακήν του διαγωγήν.
Διότι είναι πολύ μακράν διά να εννοήσουν ότι κανείς θεός δεν θέλει το κακόν των ανθρώπων, και ούτε και εγώ κάμνω με κακήν πρόθεσιν κανέν από αυτά, αλλά διότι δεν μου είναι συγχωρημένον να επιτρέψω να υπάρχη το ψεύδος και να εξαφανίσω την αλήθειαν, ώστε προσπάθησε πάλιν από την αρχήν, καλέ Θεαίτητε, να ειπής τι είναι επιστήμη. Και ποτέ να μην ειπής ότι δεν είσαι ικανός.
Δεν είμαι άτυχος λοιπόν;—στον Δία τον Σωτήρα! δεν είμαι άνδρας δυστυχής; κακήν δεν έχω μοίρα, να ταξιδέψω σήμερα με δυο θεριά ανήμερα; Αν πάθω στο ταξίδι μου φουρτούνες και τρομάρες, πλέοντας κάτω απ' αυτές, της καραπουτανάρες, θάφτε μ' απ' όλους χωριστά στην πόρτα που θα μπω μπροστά, και πιάστε ζωντανή κι' αυτή με πίσσ' αλείφτε τη καυτή, κατόπι ν' αναλύσετε μολύβι, και στα πόδια της τριγύρω να το χύσετε, και στήστε τη μου ύστερα στον τάφο μου, τη λάμνα, για νεκρική μου στάμνα!
Και ήκουεν ο Λιάκος, αναλογιζόμενος τον γέροντα καθώς τον είδε χθες εις τον περίπατον, με τας δύο του θυγατέρας εκατέρωθεν, ήρεμον και γαληνιαίον, ενώ σήμερον... Μετά τινα λεπτά εκόπασεν ο θόρυβος, ανεχώρησαν οι φιλονεικούντες, και ο Κ. Μητροφάνης εισήλθεν εις το γραφείον σύνοφρυς εισέτι. — Εις κακήν ώραν ήλθα, έλεγε καθ' εαυτόν ο Λιάκος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν