United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σύρε να ιδής τον αδερφό σου . . . σε θέλει. Ο Στάθης ήτον πλαγιασμένος, επήρε έναν ύπνον, και αργοπόρησε. Μετ' ολίγον η Ασημήνα, έτρεξε κ' εφώναξε την νύμφην της·Γερακίνα, πού είν' ο Στάθης; Μην κοιμάται; . . . Δεν είνε καλά ο Θανάσης· πες του να φθάση γλήγορα! Ολίγω ύστερον, ήλθεν η Μαργαρώ, η άλλη ύπανδρος αδελφή. — Στάθη! τρέξε γλήγορα! . . . πεθαίνει ο Θανάσης! . . .

Και συ άνοιξε το βιβλίο σου το μουσικό και κελάδει το. Εγώ θ' αρχίσω το «Δούλοι Κυρίου». Κατόπιν εσύ αρχινάς το «Λόγον αγαθόν». Εγώ δεν ήλθα διά τον «Πολυέλεον» ήλθα, διά το «Πεποικιλμένη». Εισήλθομεν εις τον σεπτόν ναΐσκονΒυζαντινόν με χιβάδας και με τοιχογραφίαςκαι αρχίσαμεν τον «Πολυέλεον». Ο κόσμος έτρεξε κατόπιν μας, ήναψαν πολλά κηρία αι γυναίκες, και ηύραν θάλπος και παραμυθίαν.

Ας δούμε τώρα τι έτρεξε με τους δυο αυτούς αρχηγούς από τα 474 ως τα 488, ως τότες δηλαδή που τους ξεφορτώθηκε ο Ζήνωνας τους Οστρογότθους μια και καλή. Στα πρώτα πρώτα εκείνα δράματα της βασιλείας του Ζήνωνα ο Θεοδορίχος πήγαινε με το Βασιλίσκο, κι ο Θοδορίχος με το Ζήνωνα. Σαν ξανανέβηκε όμως ο Ζήνωνας, γύρεψε φυσικά κι ο Θεοδορίχος να φιλιωθή με το νικητή.

Έλαμπε το φεγγάρι, και θωρώντας την ομορφιά εκείνη ολόγυρά μου, συλλογιούμουν αν είταν αλήθεια αυτό που έτρεξε κάτω στο τραπέζι, α γίνεται να ζη στον κόσμο Ρωμιός που να λέη τέτοια λόγια με την καρδιά του. Είμουνα σαστισμένος.

Τότε τα δένδρα άρχισαν να βουίζουν δυνατά, τα ποταμάκια να βογγούν σαν θάλασσα και τα πουλιά να φωνάζουν δυνατά όλα μαζή. Άκουσε ο βασιλιάς τη μεγάλη ταραχή κ' έτρεξε στο περιβόλι. Σαν είδαν τα μάτια του το βασιλόπουλο, βγήκε απ' τα λογικά του, έγινε άγριος σαν θηρίο και με μια σφυριγματιά φώναξε τους στρατιώτες του.

Την άλλη μέρα με την αυγή ο Έφις έφερε πάλι το άλογο στο χωριό και διηγήθηκε στη νεαρή κυρά του πώς είχαν διασκεδάσει το προηγούμενο βράδυ. Η Νοέμι φαινόταν ήρεμη∙ μόνο, όταν εκείνος έφευγε πάλι για το κτηματάκι, έτρεξε στην εξώπορτα και του ζήτησε να γυρίσει σε τρεις μέρες φέρνοντας προμήθειες στις αδελφές.

Σας αφίνω διάτα, όταν έρθ' με το καλό ο Βασίλ'ς μου, όταν σας πάρουν τα σχαρήκια, νάρθ' ένας σας απάνω στο μνήμα μου, να ρίξ' τρία βροντερά ντουφέκια και να μου φωνάξ' δυνατά: — «Μάννα, ήρθ' ο Βασίλ'ς!» Τ' όνομα του Βασίλη είταν η υστερινή της λέξη. Η δόλια η Μάννα δεν είταν πλειο στη ζωή. Αντήχησαν τα μυρολόγια, δυνατά, κι' όλο το Χωριό έτρεξε στο χαροχτυπημένο σπίτι.

Από τη φλούδα του έβγαλε μια σκουριασμένη καρφίτσα κ' έτρεξε και μ' αγκάλιασε και με φίλησε και δάκρυζε από ευτυχία. Προσεχτικά την έμπηξε πάλι στον κορμό του δέντρου. Γιατί δεν της βαστούσε η καρδιά να την πάρη μαζί της. Ίσως να είχε κάποιον προληπτικό φόβο να την αγγίση.

Ο νέος σοφός έτρεξε αμέσως να σφίξη τα χέρια ολονών, να δικαιολογηθή για την άργητά του. — Δεν ξέρετε, είπε γυρίζοντας από τον ένα στον άλλο· χίλιες δυο δυσκολίες βρέθηκαν στο δρόμο μου. Φαντασθήτε! Το ποτάμι της Καμινίτσας το πέρασα μέσα· έπλεξα σαν παπί. — Θα είσαι βρεμένος; είπε η Ελπίδα, κυττάζοντας τα ρούχα του ανήσυχα. — Όχι, άλλαξαείχα ρούχα μαζί μου.

Η μάνα προσηλωμένη στ' ανακάτωμα, ούτε που τόβλεπε το παιδί στην ποδιά της. Άξαφνα φωνές, κακό· Παναγιά μου! τρομάρα μου! Χριστούλη μου! ξεφωνητά, ανακατοσούρα. Τα χάσαμ' εμείς τα παιδιά. Τρόμαξε κι ο πατέρας, πήδησε από το κρεβάτι· έτρεξε στη φωτογωνιά λαφιασμένος, δίχως παντούφλες. Το μικρό ταδερφάκι, εκατάλαβες, ήθελε να δοκιμάση το μωρό γιατί τάχα η ψυχοπαίδα εβύθιζε τα χέρια στο τηγάνι.