United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τίποτα· θέλησα να το κάμω να λουφάξη, να μην κλαίη, απήντησεν. Η γραία μάμμη έκυψε προς την κούνιαν. — Πηγαίνω τώρα, έφεξε, είπεν η Φραγκογιαννού . . . Δώσε της λεχώνας το γιατρικό που έβρασα να το πιη! Και πάραυτα εξήλθεν. Έτρεξε με βήμα δρομαίον ν' απομακρυνθή τάχιστα. Επήρε τον επάνω δρόμον, κατά το δάσος, διά να μη περάση από την αντικρυνήν ράχιν όπου ήτον η στάνη.

Βλέποντας ο βασιλεύς ένα τέτοιον περίεργο κυνήγι, άναψεν από επιθυμίαν διά την πιάση ζωντανήν· έτρεξε με μεγάλην βίαν διά να την φθάση, μα η έλαφος αναγελώντας το κυνήγημά του, έφυγε με τόσην ογληγοράδα, που εις μίαν στιγμήν δεν την είδε πλέον.

Ο Βασιλεύς όλος χαρά, έτρεξε και επήρε το γεράκι του, και το εφίλησε με μεγάλον πόθον· έπειτα γυρίζοντας προς τον Καλάφ του λέγει· τι άνθρωπος είσαι εσύ, αγαπημένε μου; μου φαίνεται πως είσαι ξένος, πες μου το λοιπόν πώς ευρίσκεσαι εδώ; Αυθέντη, του απεκρίθη ο Καλάφ· εγώ είμαι υιός ενός πραγματευτού από την Βίσραν, ο οποίος είχε πολλά πλούτη, και ταξειδεύοντάς με αυτόν και με την μητέρα μου διά να πάμε εις το Μπαγδάτ, εσυναπαντήσαμε κλέφτες εις την στράταν και μας έγδυσαν από ό,τι είχαμεν, και ζητώντας ελεημοσύνην εφθάσαμεν έως εδώ.

Ο Γκεσούλης έτρεξε στην απελπισμένη φωνή τ' αφέντη του, και τη στιγμή που ο φονιάς άπλωνε το άτιμο χέρι του να βρη τη γεμάτη σακκούλα, το στόμα του πιστού σκυλλιού του τ' άρπαξε. Σκυλλί και φονιάς πάλαιβαν ο ένας με το φονικό μαχαίρι κι' ο άλλος με τα δόντια.

Χαίρουνταν η Φάουστα από τη μια που άνοιγε ο δρόμος για τα δικά της τα τέκνα, έφριττε από την άλλη η Χριστιανωσύνη με τέτοιες θηριωδίες. Ξαναφάνηκε τότες πάλι στη μέση η μητέρα του η Ελένη. Έτρεξε στη Ρώμη και λόγους δεν έβρισκε να παραστήση τη θλίψη της και την οργή της με τα βάρβαρα εκείνα καμώματα. Είπανε μερικοί πως από τη στενοχώρια του πήγε τότες ο Κωσταντίνος και σκότωσε τη Φάουστα.

Τον Ευφημία τον είχε ο Αναστάσιος στο στομάχι, κι από τότες μάλιστα που έτυχε σε ομιλία απάνω να του πη ο Αυτοκράτορας πως τονέ βαρέθηκε τον Ισαυρικό πόλεμο, κ' έτρεξε ο Ευφήμιος και το πρόφταξε ενός Ισαύρου αρχηγού.

Όλες τις κατάρες κι όλες τις προσευκές τις άκουσα κείνη τη νύχτα. Κατάντησα σα μεθυσμένος. Φάντασμα θαρρούσα πως είμουνα. Δεν το πίστευα πως είμουν εγώ, πως έπαθα τίποτις. Πήδηξα κάτω άμα γλυκόφεξε. Ψυχή πια τώρα τριγύρω. Μήτ' από το χωριό δεν ήρχουνταν κανένα βοητό, καθώς τη νύχτα. Άρχιζαν και κελαϊδούσαν τα πουλιά σα να μην έτρεξε τίποτις. Πήγα προς τον γκρεμνό. Σαν το γίδι κατέβηκα.

Είναι στην παράταξη, αφού λειτούργησε, απάντησε ο λοχίας και δε μπορείτε να φιλήσετε τα σπιρούνια του παρά σε τρεις ώρες. —Αλλά, είπεν ο Κακαμπός, ο κύριος λοχαγός, που πεθαίνει της πείνας, όπως κ' εγώ, δεν είναι ισπανός, είναι Γερμανός. Δεν μπορούμε να γευματίσουμε περιμένοντας την αιδεσιμότητά του; Ο λοχίας έτρεξε αμέσως να μεταδώση αυτή την πληροφορία στο διοικητή.

Τότε ευθύς με ένδυσαν με τα βασιλικά φορέματα, με έβαλαν επάνω εις βασιλικόν άλογον και από τον λιμένα άρχισεν η παράταξις, όταν έτρεξε πλήθος λαού κάθε ηλικίας και τάξεως διά να ιδούν μίαν μαϊμούν, που ο βασιλεύς εξέλεξε διά βεζύρην του· και αφού έδωσα εις τον λαόν ένα θέαμα παράδοξον και ανήκουστον, έφθασα εις το βασιλικόν παλάτι, και ευρίσκω τον βασιλέα επί θρόνου καθήμενον εις το μέσον των μεγιστάνων και αρχόντων του παλατίου· τον επροσκύνησα τρεις φορές έως την γην, έπειτα εκάθισα εις σχήμα μαϊμούς εις την θέσιν του βεζύρη.

Και ενώ όλοι έτρεχαν προς την θάλασσαν κατόπιν του ολισθαίνοντος και καταφερομένου διά της εσχάρας σκάφους, είς μόνος εστράφη αίφνης, κρατών τον βαρειόν του, και έτρεξε προς την αντίθετον διεύθυνσιν, προς την ξηράν, ως διά να κρυβή εις την καλύβην του πλοιάρχου, την χρησιμεύουσαν ως αποθήκην και διά τον ύπνον του νυχτερινού φύλακος.