United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις, επειδή επιέζοντο και επειδή συγχρόνως τα πλοία τα πάμφθηνα υπό του Κλέωνος περιέπλεον εις τον λιμένα, ο Πασιτελίδας φοβηθείς μήπως τα πλοία προφθάσουν και καταλάβουν την πόλιν, η οποία ήτο έρημος, και μήπως, εάν εκυριεύετο το περιτείχισμα, συλληφθή και αυτός, εξήλθε και έτρεξε με βίαν προς την πόλιν.

Το μουλάρι θα τρόμαξε βέβαια από τον αλλόκοτο αναβάτη, αλλά και με τέτοια μανία το κτυπούσε ο καταχανάς με τη ξιφολόγχη, που το ζώον άρχισε να τρέχη σαν τρελλό. Ο καταχανάς όμως στεκότανε καλά στο σαμάρι. Κατόπιν του έτρεξε κένα πλήθος, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι τον κεφαλοχωρίου. Άλλοι από συγγενικό ενδιαφέρο, άλλοι από περιέργεια κένας από συμφέρο. Ο χωρικός πούχε το μουλάρι. Αυτός πήγαινε πρώτος.

Από του σκεπαστού και περιφράκτου εξώστου, η δυστυχής το Ουρανιώ είχεν ακούσει την λέξιν του Αργυράκη, και αφήκε την κραυγήν εκείνην. Η άστοργος θεία, ήτις από έτους και πλέον δεν είχε καλημερίσει την ανεψιάν της, ήκουσε την γοεράν κραυγήν, και λησμονήσασα τότε τα δύο στρέμματα του αγρού, έτρεξε προς βοήθειαν της περιαλγούς κόρης.

Τότες είναι που ο μεγάλος και πολύς Ευτρόπιος έτρεξε τρομαγμένος και χώθηκε αποκάτω από την Αγιατράπεζα της Αγιά Σοφιάς, γυρεύοντας άσυλο, κ' ελπίζοντας βοήθεια από τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, με το να τον είχε ο ίδιος διορισμένο Πατριάρχη από Πρεσβύτερο της Αντιόχειας.

Ο Κουλούφ έμεινεν ωσάν νεκρός διά την φανέρωσίν του· και η Δηλαρά γνωρίζοντας από τούτα τα λόγια ότι ο νομιζόμενος σκλάβος ήτον ο ίδιος ο βασιλεύς, εσηκώθη ευθύς από τον τόπον της, και έτρεξε διά να χαλέψη ένα μπούλωμα διά να σκεπάση το πρόσωπόν της. Α, ημείς είμασθε χαμένες, λέγει με χαμηλήν φωνήν προς τες άλλες νέες. Εκείνος δεν είναι σκλάβος, αλλά είναι ο ίδιος ο βασιλεύς.

Κι όποιος κοτάει να σηκώση απάνω του χέρι, με το αίμα του πρέπει να το πλερώνη». Κ' έτσι από εχτρός που ξεκίνησε κατάντησε φίλος και σύμμαχος. Και σαν πέθανε λίγο κατόπι στην Πόλη ο γέρος ο Γότθος, τέτοιες παράταξες του κάμανε, τέτοια μνημεία του στήσανε, που ο στρατός του το καταχάρηκε, κι από τη χαρά του έτρεξε και μπήκε σύσσωμος στο βασιλικό το στρατό.

Ο ντον Πρέντου έτρεξε να φωνάξει την ντόνα Έστερ. Θυμήθηκε τα λόγια της γριάς: «ο Τσουαναντόνι θα έρθει να σας κάνει σερενάτα» και ένα πονεμένο ουρλιαχτό βγήκε από τα χλωμά της χείλη: ήταν φωνές, βογγητά, θρήνος που ανακατεύονταν με τις νότες του ακορντεόν και με το τραγούδι του αγοριού, όπως το αγκομαχητό ενός λαβωμένου στο δάσος ανακατεμένο με τις τρίλιες ενός αηδονιού. Ξαφνικά όμως όλα έπαψαν.

Ο Έφις έτρεξε ξωπίσω του και του άρπαξε το χέρι. «ΠερίμενεΈμειναν μια στιγμή σιωπηλοί, σαν ν’ άκουγαν μια μακρινή φωνή. «Τζατσίντο! Ένα πράγμα μόνο πρέπει να μου πεις. Τζατσίντο! Σου μιλάω σαν ετοιμοθάνατος. Τζατσί! Πες το μου, στην ψυχή της μάνας σου! Πώς το έμαθες;» «Τι σε μέλει;» «Πες το μου, πες το μου, Τζατσί! Στην ψυχή της μάνας σου

Δε θυμόσαστε το νάνο που έσπειρε τη φαρίνα μέσα στα κρεββάτια μας; Και το πήδημα που έκαμα, και το αίμα που έτρεξε από την πληγή μου, — και το δώρο που σας έστειλα, το σκύλλο Πτικρού με το μαγικό κουδουνάκι; Δε θυμόσαστε τα χαλοκομμένα ξυλάκια που έρριχνα στο ρυάκι

Φέρτε το σουγιά σας να τις βγάλωμε με το χώμα ! Για κυττάξτε καλέ, είναι μια θάλασσα κόκκινη!-κι όλα τα κεφαλάκια τους μαζί !. . . Κι ο Νίκος έτρεξε και σκυμμένοι οι δυο τους, με τα κεφάλια τους μαζί σαν τις ανεμώνες, ξερρίζωναν τα λουλούδια σαν αίμα και σαν χείλια αιματωμένα απ’ τα φιλιά. Τί κόκκινα που ήταν και τα δικά τους τα χείλια-και πριν ακόμα αιματωθούν απ’ τα φιλιά!