Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Άνοιξεν η καρίνα στα δυο κ' εγλύστρισεν η Αγιατράπεζα μέσα στα νερά του Μαρμαρά. Ο βούλκος έφυγεν από κοντά της όπως φεύγει η αμαρτία τον Σταυρό και ο χρυσός άμμος εστρώθηκε κλίνη πάναγνη από κάτω της. Και του Θεού το μάτι, του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου, εστάθηκε απάνω της προστατευτικό και άγρυπνο, όπως μάνας μάτι στην κούνια του μονάκρυβου παιδιού της.
Μια στιγμή εστάθηκε ο γέρω Μήτρος ν' ανασάνη, όπου βλέπει κάποιον να έρχεται. Ήταν ο Κεριάκος ο αραβωνιαστικός της κόρης του Κοντοπάνη και μικρανεψιός του γέρου Μήτρου. — Ώρα καλή, μπάρμπα, είπεν ο Κεριάκος, σαν ήρθε κοντά στο γέρο. — Καλό στον Κεριάκο! — Καλώς τα κάνετε! — Νάσαι καλά! — Δεν είνε πρώιμα για ζευγάρι, μπάρμπα;
Και αμέσως φούσκες πρασινόγλαυκες επήδησαν απάνω, μια κατόπιν της άλλης γοργότατα, λέγεις και νύφη κάτω έπαιζε κρυσταλλένια πεντόβολα. Τέλος δεντρί εψήλωσε σαν κυπαρίσσι λυγερό, συμμαζωχτό, με συντεφένιες χάντρες κινούμενες από τη ρίζα ως την κορφή κεφαλόβρυσου πήδακας. Μα ο πατέρας σου αδιάφορος, εστάθηκε στον πάτο σαν να εμπήκε σπίτι του. Εγύρισε τα μάτια ζερβόδεξα και εναγάλλιασε.
Τέλος γυρεύοντας εδώ κ' εκεί· πες ο ένας το κοντό του και ο άλλος το μακρύ του έπλεξαν την ιστορία του. Ναι· ο καπετάν Βαλμάς λέγει πως επήγε στην Άσπρη θάλασσα· μα δεν εστάθηκε στην Άσπρη θάλασσα. Επήγε στην Αμέρικα. Εκεί επαντρεύτηκε με μιαν Αμερικάνα ιδιότροπη, ξεμυαλισμένη που εγέννησε το παιδί.
Άσε με 'κεί που βρίσκομαι γιατί θα πάρω τα μάτια μου και δεν με ξαναβλέπεις. Έκαμε τον σταυρό του με την επιμονή μου. Εστάθηκε λίγο μ' εκύταξε κατάματα, εκούνησε το κεφάλι. — Καλά παιδί μου, είπε· κάνε ό,τι σε φωτίση ο Θεός. Εγώ έκαμα εκείνο που ήταν από χέρι μου. Ούτ' έξοδα λυπήθηκα ούτε λόγια· θυμήσου το να μη με αναθεματάς αργότερα. Πήγαινε στην ευχή μου. Ύστερή του ευχή, πρώτη μου θλίψις.
ΒΛΕΠΥΡΟΣ-μόνος Μωρέ! τι πράματα είν' αυτά!. . . είνε σχεδόν ημέρα, κι' ακόμα η γυναίκα μου δεν φαίνετ' εδώ πέρα. Πώς γλίστρησε; ... τι εστάθηκε;... πού πήγε και μου χάθηκε;... Εκεί που εκοιμώμουνα, μου έρχεται να χέσω• ζητώντας της αρβύλες μου στα πόδια μου να δέσω και το χιτώνα για να βγω, στο σκότος ψηλαφούσα εδώ κ' εκεί, μα πουθενά να ταύρω δεν μπορούσα.
— Να ιστορία μια φορά· η καλλίτερη απ' ούλες, είπεν εκείνος. Μου εκεντήθηκε η περιέργεια και τον επαρακάλεσα να μου πη όσα ήξερε. — Δεν έτυχε ν' ακούσης για τη Δεκοχτούρ', αφεντικό; Δεκοχτώ, μαθές, την αγαπήσανε και κανένα δεν επήρενε. Και σιγά σιγά, με δικά του λόγια και με δικές του παρατήρησες, μου εδιηγήθηκε τη γνωστή ιστορία της Σμαραγδούλας. Και αφού εστάθηκε λίγο, είπεν ακόμα.
Ομορφοδιπλώνει τα ρούχα του, χώνει τα στο μισοκοίλι, φορεί το μισοκοίλι στο κεφάλι και παίρνει δρόμο. Να βραχή δεν τον έμελλε. Τα δικό μας τομάρι βροχές και μπόρες δεν φοβάται· είνε αργασμένο. Τον έμελλε για τα ρούχα που τα είχε πρωτόβαλει ο φουκαράς. Έπειτ' από κάποια ώρα εστάθηκε η βροχή. Βγάνει τότε τα ρούχα του, ντύνεται καλά, παίρνει και το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο.
— Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι' ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.
— Τι αγάπη είναι αυτή! έλεγε μέσα της. Ένα χάρισμα του ζήτησα και δεν μπόρεσε να μου το φέρη. Και σιγά — σιγά τον ξέχασε τον Παύλο κ' η αγάπη της σβύστηκε ολότελα. Γιατί ο Παύλος δεν εστάθηκε άξιος να της φέρη το χάρισμα που του ζήτησε. Ύστερα από λίγο έδωκε την καρδιά της σ' έναν άλλον, τούδωκε την αγάπη της, το φως της, τα συλλογικά της, του χάρισε τόμορφο κορμί της, ό,τι είχε του τα χάρισε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν