Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Βρίσκει ένα γέρο και 'ρωτά: — Πες μου, καϋμένε γέρο, Τ' είν' τ' άσπρο εκείνο το ψηλό μέσ' 'ς το βουνό το πέρα; Μην είν' παληό ερημόκκλησο, μη στοιχειωμένος πύργος, Μη είν' παλάτι ερημικό; — Του Ήλιου είν' το παλάτι, Του ωραίου, του ολόφωτου θεού. Αυτός γυρνά 'ς τον κόσμο Φως για να δώση και ζωή με ταις λαμπραίς του αχτίδες.
Έπειτα, καθώς είπαμε, τα ελληνικά τα χώματα μ π ο ρ ο ύ ν να μας θρέψουν, είναι λογής λογής, και τα περισσότερα πλουτοφόρα. Αντί να πηγαίνουμε στην Αμερική και στην Αφρική, μπορούμε, όσοι δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τη δουλειά στον τόπο μας, να πηγαίνουμε σ' άλλους ελληνικούς τόπους κι όχι στη ξενιτιά. Όλη η ελληνική γη θέλει δούλεμα γερό.
Έπειτα πια σα χόρτασαν καλά με φαγοπότι, άρχισε ο γερο Νέστορας να δασκαλέβει πρώτος, π' απ' όλους πιο καλή και πριν τούβγαινε πάντα η γνώμη. 325 Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε «Τ' Ατρέα γιε κι' οι άλλοι εσείς των Αχαιών αρχόντοι, πολλοί μαθές πυκνόμαλλοι πέσανε Αργίτες τώρα, π' αφτού που τρέχει ο Σκάμαντρος και τ' όμορφό του ρέμα μ' αίμα τους μάβρο πότισε ο λυσσασμένος Άρης τους κάμπους γύρω, κι' οι ψυχές κατέβηκαν στον Άδη. 330 Για αφτό 'ναι ανάγκη σύνταχα να πάψεις τους πολέμους, και πάμε εμείς και τους νεκρούς με βόδια και μουλάρια φέρνουμε και τους καίμε εδώ — και στη φωτιά τριγύρω 333 μνημούρι ένα αξεχώριστο τους χτίζουμε — γυρνώντας 336 ξανά απ' τον κάμπο· και κοντά αψηλοπύργια αμέσως ας χτίσουμε, διαφέντεμα δικό μας και των πλοίων.
Για τον Ανδρούτσο μώλεγε, για το Βλαχοθανάση, Της Αλαμάνας το στοιχειό το Διάκο το Θανάση, Τον Κούρμα τον πελώριο, τον Πάνο Μεϊτάτη, Για το μικρό Χορμόπουλο, και για το Σπαθογιάννη· Και για του Βάλτου το θεριό το Χρήστο το Μιλιώνη· Για του πελάγου το πουλί μώλεγε τον Κατσώνη, Διά της Κασσάνδρας το Σταθά, το γέρο Μπουκουβάλα, Το Ζήτρο τον ανήμερο, τον άγριο Κώστα Πάλλα, Το Χρήστο Γρίβα τον αετό της Λάμιας, το Λαμπέτη, Για τον χαμένον αδελφό του Διάκου Μασσαβέτη, Και για τον πάτερ-Σαμουήλ της Κιάφας μας τ' αστέρι.
Ο βασιλέας με τον αδελφό του και με τον αδελφό σου μένουν κ' οι τρεις έξω φρενών, και οι άλλοι, γιομάτοι θλίψη και τρομάρα, τους κλαίνε· αλλ' εξόχως ο αγαθός γέρο — Γονζάλος, καθώς τον είπες — τα δάκρυά του καταβρέχουν τα γένεια του καθώς του χειμώνα τα νερά ξεχειλίζουν από τες κεραμωτές· τα μάγια σου τους καταπονούν τόσο, ώστε αν τους έβλεπες τώρα ήθελε συντριβή η καρδιά σου.
Ένιωσε εκείνος τη φωνή πως η θεά λαλούσε, και χέρι χέρι ανέβηκε στ' αμάξι· κι' ο Δυσσέας με το δοξάρι βάρεσε τα ζώα, που πιλάλα μέσα απ' τον κάμπο τρέχανε να πάνε στα καράβια. Μα σαν τυφλός δε φύλαγε κι' ο Αργυροδοξάρης 515 σαν είδε τη θεά Αθηνά που βόηθαε το Διομήδη, Μον σκυλιασμένος έτρεξε μες στους σωρούς των Τρώων και σήκωσε τον Ιπποκό, πρωτάτο των Θρακώνε, γερό του Ρήσου ξάδερφο.
«Ύστερα από το σκύλλο, κατάφτασε η μάννα μου κουτσά-κουτσά, από τα γερατειά, ξεσκούφωτη από τη χαρά της, και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, άγια δάκρυα μητρικά· τρίτη κατάφτασε η θυγατέρα μου, κορίτσι ώμορφο, γερό και ασπροκόκκινο, με δύο μεγάλα-μεγάλα και μαύρα-μαύρα μάτια, που βρίσκονταν στο σύνορο της ηλικίας του παιδιού και της νύφης· τέταρτη κατάφτασε η αδερφή μου με τον άντρα της και τα παιδιά της, που έβλεπα για πρώτη φορά, και σα να είμουν άψυχο πράμμα, μ' άρπαξαν στην αγκαλιά τους, και μ' έφεραν και μ' απόθεσαν μέσα στον καλό τον οντά.
Η τρελλοκόρη Ελενιώ, της γειτονιάς της το καμάρι, κλείνει το μάτι σ' ένα νειο, και σ' ένα γέρο ξεκουτιάρη. Ο νειός της δείχνει αγκαλιά με ρόδα, νειάτα και γλυκάδες, κι' ο γέρος κάτασπρα μαλλιά, μα και πολλούς πολλούς παράδες. Κι' αυτή το νέο μια θωρεί, και μια το γέρο ξεκουτιάρη, μα και τους δυο τους λαχταρεί, και θέλει και τους δυο να πάρη.
Αμέσως την ολόιση πρόβαλε ομπρός του ασπίδα, ώρια χαλκένια χτυπητή, π' ένας χαλκιάς με τέχνη 295 τη χτύπησε, και σ' απλωτά χρυσά ραβδιά από μέσα πολλά 'ραψε βοϊδόπετσα τριγύρω στο στεφάνι· αφτή κρατώντας μπρόστηθα, διο παίζοντας κοντάρια, κινάει σα λαγκαδόθρεφτο λιοντάρι που του λείψει καιρό το κριάς, κι' η άφοβη του λέει καρδιά του κριάρια 300 να δοκιμάσει κι' αν μαντρί γερό 'ναι να πατήσει· σαν έτσι τότες πύρωσε το Σαρπηδό η καρδιά του, 307 πηδώντας τότες στο τειχί να σπάσει τα μπροστήθια.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Αχ! αλλοίμονό μου, ο δυστυχής! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τι, γέρο; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μια α ρ ν η τ ι κ ή για τόκους μούρθε γνώμη. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Φανέρωσέ τη μου λοιπόν. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι; μα όταν δεν θα βγαίνη το φεγγάρι κάθε τόσο, εγώ τόκους δεν θα δώσω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και γιατί;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν