Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Δεν τον ετρόμαξε ο γκρεμός, κι’ ουδέ το μαύρο σπήλιο... Δένει στες πλάτες του γερά το φοβερό κοντάρι, Κι’ αρχίζει απάνω στο γκρεμό, σα φείδι, να κολλάη.... Πότε αναιβαίνει δέκα οργυές και πότε πέφτει δέκα.... Ξαναναιβαίνει, προχωρεί και πάλι ξαναπέφτει.... Αρχίζει ν’ απελπίζεται, φωνάζει, βλαστημάει... Τρέχει ο ίδρος απάνω του κι’ οι φλέβες του χτυπούνε, Σα να είταν φείδια ζωντανά και θέλαν να τον πνίξουν... Κάθεται ξεκουράζεται, ξαναρχινάει πάλι, Κι’ αγάλια-αγάλια προχωρεί, σιγά-σιγά αναιβαίνει.

Είπε, κι' αφτός οπλίστηκε το θαμπωτή χαλκό του. 130 Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια, πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα. Έπειτα πήρε φόρεσε στο στήθος τα τσαπράζα, αστρένια παρδαλόμορφα, του φτερωτού Αχιλλέα. Κατόπι γύρωθε κρεμάει στους ώμους του την πάλα, 135 μ' ασημοκάρφια κεντητή και λεπιδοχαλκένια, κρεμάει και τη θεόρατη στεριόφτιαστή του ασπίδα.

Γερά τα δόντια, καλό στομάχι, Και καταπιόνα μακρύν πλατύ, Από τους φίλους καθένας νάχη, Κι' όρεξιν όλοι και δυνατή, Εδώ δεν είναι λογομαχίαις Για Νόμους τάχα, και διαταγαίς· Τιμαίς δεν είναι για προεδρίαις, Μεγαλοσύναις και προσταγαίς. Γιομάτο στόμα, δοντιών φροντίδα, Συχνό κατάπιμα ηδονικό. Ουσία, γέψις, κοιλιάς ελπίδα, Και συχνορούφημα, πιοτό γλυκό.

Οι γέροι δεν εμίλησαν τότες. Είχαν καρφώσει γερά τα μάτια τους απάνω 'ςτην εικόνα κι ο λογισμός τους ποιος ξέρει σε τι καιρούς και σε τι τόπους αρμένιζε. Τήρα, ωρέ καψαρέ, βασιλιά πούχαμαν μια βολά οι δύστυχοι. — Για βιστό κουρμ για βιστό τριμρί! — Τήρα άρματα κι άλογο και φορεσιά; — Άιντε, μωρέ Σκεντερμπέο, άιντε μωρ' ινγκιούαρ μπρετ ισκηπετάρβε!

Ο κόσμος παραμέρισε να κάνη τόπο στους δυο νέους, που με τα γερά τους μπράτσα σηκώνανε, στερεά και αναπαυτικά, το παραλυμένο κορμί. Δυνατά τα χέρια τους το δένανε, μα τα πόδια τρέμανε καθώς αργοπατούσαν και πρόβαιναν. Οι άλλοι ολόγυρα σκύβανε αλαλιασμένοι, να γνωρίσουνε τον χτυπημένο. — Ο Γιώργης ο Πολυζώης δεν είνε; — Ο Γιώργης ο καλαφάτης! — Καλέ αυτός! Δεν τονέ βλέπεις; Κάνανε το σταυρό τους.

Ραψωδία Β Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθου κόρη, και από την κλίνη εγέρθηκεν ο γόνος τ' Οδυσσέα. ενδύθη και το κοφτερότον ώμον έζωσε ξίφος, 'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια, κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 5 τους ψιλοφώνους κήρυκαις πρόσταξεν εν τω άμα τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξουν αυτοί κηρύτταν, και γοργά συνάζονταν εκείνοι. και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, εκίνησε εις την σύνοδο, και το κοντάρι εκράτει, 10 όχι μόνος• γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν• και αυτόν με χάρι αμίλητη περιέχυνεν η Αθήνη• και όλ' οι λαοί τον θαύμαζαν ως έρχονταν•την έδρα κάθισ' εκείνος του πατρός και οι γέροι έδωκαν τόπο. και ο ήρωαςαυτούς άρχισεν Αυγύπτιος ν' αγορεύη, 15 'που από τα γέρα ήταν σκυφτός κ' είχ' άπειρατον νου του. ότι παιδί του αγαπητότο Ίλιον είχε πάει με τον ισόθεον Οδυσσηά, 'ς τα βαθουλά καράβια, ο λογχοφόρος Άντιφος, 'που ο Κύκλωπας ο άγριος φόνευσε κ' έφαγ' ύστερον 'ς τ' άντρο βαθύ για δείπνο. 20 του έμεναν τρεις• ο Ευρύνομος με τους μνηστήραις ήταν, κ' οι άλλοι δύο πρόσεχαν τους πατρικούς αγρούς τους• και όμως αναλησμόνητον πικρά τον έκλαι' ακόμη• γι' αυτόν τότε δακρύζοντας τον λόγον πήρε κ' είπε•

Και πιο γλυκιά άξαφνα ολωνών τους ήρθε τότε η μάχη παρά να παν στην ποθητή πατρίδα με τα πλοία. Κι' ο γιος τ' Ατριά σηκώθηκε και πρόσταξε στα όπλα 15 τους άντρες, κι' έβαλε κι' αφτός το θαμπωτή χαλκό του. Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια, πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα.

Θα στηριχτής 'πάνω στην ασπίδα και στο βασιλίσκο και δεν θα ριχτής κατάχαμα από το δάγκωμά τους!.. ΛΟΥΠΟΣ. Πέθανεν ο παλαιστής!. . . χάσαμε το καμάρι του Σταδίου. . . Συμφορά τους! ΕΚΑΤΟΝΤ. Η Ευνίκη δεν μπορεί μαζύ μου να θυμώση και χρέος ό,τι μώταξε έχει να μου το δώση. Στρατιώτες! Πίσω από το βράχο πάρτε τον βαράτε τον με τα κοντάρια στα πλευρά. Χτυπάτε τον αλύπητα, γερά! 1ος ΔΙΑΚΟΣ. Κράτει!

Κι όμως το έθνος μας θα είναι πλούσιο, αν τα παιδιά του όλα είναι γερά και της δουλειάς, αν δε βαρυούνται τον κόπο, αν δουλεύουνε και κερδίζουν, αν κάνουν πρόθυμα το στρατιωτικό τους, και αν πληρώνουν τα δοσίματα που τους ζητεί το έθνος για να προκόψει κι αυτό το ίδιο και το κάθε άτομο.

Ίσως τις διαβάσης. ΠΡΩΤΟΣ ΠΛΙΚΟΣ «................................................................ Πού είμαι, πού βρίσκουμαι, δεν μπόρεσα ακόμη να το καταλάβω. Τι παράξενο σπίτι που τοίχους δεν έχει! Δεν είναι ξύλο, δεν είναι πέτρα, δεν είναι σίδερο τα ντουβάρια· είναι καμωμένα από καταχνιά και μοιάζουν πιο γερά παρά ξύλο, πέτρα και σίδερο. Πολεμώ να κάμω τρύπα και δεν το κατορθώνω.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν