United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άφησε, Βούγκο, να βάλη γνώσι η παληόστριγλα. Χμου! Γρου!... — Δεν την λυπάσαι, πατέρα; — Μίαν οργυιά γλώσσα μου πετά έξω από το στόμα η πανούκλα. Γρου! Κμρου!... — Πατέρα, δεν σου είπε τίποτε· σε ηρώτησε πού επήγες, είπεν ο Βούγκος. Πειράζει αυτό; — Αυτή η λώβα θα μ' ερωτήση πού πήγα; Είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Και ποίος θέλεις να σ' ερωτήση; — Δεν είνε δουλειά της ν' ανακατόνεται. Γρου!

Είχεν επανακλείσει τους οφθαλμούς και σχεδόν απεκοιμήθη ήδη. Αλλ' εκ του ληθάργου τούτου έμελλε να τον αποσπάση η διάτορος φωνή του Γύφτου. Ούτος ηκούσθη κράξας μεγαλοφώνως. — Σηκώσου, Βούγκο! Τρέξετε, παιδιά, να την φθάσωμε! Ο Βούγκος ανετινάχθη δι' ηλεκτρικού κινήματος, και αναπηδήσας ωρθώθη, χωρίς να ειξεύρη τι είχε συμβή. Ήκουσε μόνον βήματα και φωνάς ανθρώπων, και έσπευσεν εις την θύραν.

Ευρέθη μουστερής δι' όλον τον χρόνον. — Αλήθεια; — Αλήθεια. Τρέξατε. Ο Μάχτος μετέβη προς την θύραν. Ο Βούγκος έμενεν έτι εντός, και ησχολείτο, κεκυφώς εις το έδαφος, εις την τοποθέτησιν εργαλείου τινός. — Πηγαίνετε λοιπόν γρήγορα, τρέξε, Βούγκο! Η μάννα σου φοβούμαι μη μας τον χαλάση με την ανοησίαν της. Σύρτε να του κρατήσετε συντροφιά.

Πάντοτε καλόν, και μην έχης κακήν ιδέαν, Βούγκο. — Πώς θα με κάμης να πιστεύσω; — Δεν ειμπορώ. Αφού πρώτα πρώτα με είπες ψεύστην. Ο Βούγκος συνέστειλε τα χείλη, έσεισε την κεφαλήν και δεν εύρεν άλλην λέξιν να είπη. Άπορον δ' εφαίνετο και εις αυτόν ότι κατώρθωσεν ήδη να είπη τόσας, όπερ δεν ενθυμείτο αν συνέβη άλλοτε. Η τρίτη απουσία του Γύφτου παρετάθη επί μίαν εβδομάδα. Μήτηρ και υιός.

Μέχρις ου οι άλλοι προλάβωσι να την καταδιώξωσιν, η Αϊμά, πατούσα με πόδας σεισουρίδος, έγεινεν άφαντος. Τότε ο Πρωτόγυφτος ενόησε μόλις την φυγήν αυτής, και έρρηξε την αγρίαν εκείνην κραυγήν·Σηκώσου, Βούγκο! Τρέξετε, παιδιά. Αλλ' ο Μάχτος τον εκράτει σφιγκτώς. Αγών συνήφθη μεταξύ πατρός και υιού. Η πάλη διήρκεσεν επί πολύ. Ο Γύφτος είλκυε τον Μάχτον ολονέν προς την θύραν.

Έτρεξε κατόπιν της Αϊμάς. — Πάμε, Βούγκο! γρήγορα! είπεν ασθμαίνων ο Πρωτόγυφτος. Μας έφυγεν αυτή η δαιμονισμένη. — Πού, πατέρα; Ο Γύφτος, χωρίς ν' απαντήση, έσπευσε να εξέλθη. Ο Βούγκος τον ηκολούθησε μηχανικώς. Ο Μάχτος είχεν οδηγηθή εκ των βλεμμάτων και της στάσεως των ξένων, ων δύο είχον τρέξει κατόπιν της Αϊμάς, οι δε λοιποί έμενον.

Εψές δεν ήμουν εδώ. — Και πού ήσουνα; ηρώτησεν ο γέρος. — Υπήγα μ' ένα φίλον μου. — Πού; — Εις το ψάρευμα. — Α, είσαι και ψαράς; — Όχι, δι' ευχαρίστησιν μόνον. Ο Βούγκος, όστις ήτο εις άκρον απονήρευτος, εκύτταξε κατά πρόσωπον εις τον ξένον. Ούτος παρετήρησε το βλέμμα αυτού. — Τι είνε, Βούγκο; τω είπε· τι με κυττάζεις;

Ε, δεν ακούτε; Ποίος διάβολος σας έβαλε να μαλόνετε έτσι; Δεν μας μέλει. Τι λέγω εγώ; Χμ.. Γρ.. Όρεξι που είχα να κάμω τέτοια κουταμάρα. Φταίγω εγώ; ας έλειπε αυτός και τα υπέρπυρά του. Κέφι που το έχετε να τρώγεσθε έτσι τόσην ώρα! Βούγκο! Μάχτο! ησυχάσετε. Τίνος το λέγω; Θα σας σκοτώσουν. Μη βαρεθήκατε τη ζωή σας; Ε, Βούγκο! εσένα το λέγω. Άφησε αυτόν τον άλλον, είνε τρελλός. Εσύ κάμε φρόνιμα.

Τι έκαμα εγώ! είπε συνάψας τας χείρας. Τώρα βλέπω ότι κακά έκαμα! Γμου, Γρου! Να έσπαζα το ποδάρι μου. Να έβγαζα το λαιμό μου. Τζάνουμ μη χτυπιέσθε έτσι. Χμου, Γρου! Μάχτο, φεύγα, μη κτυπάς. Θα σε σκοτώσουν, Μάχτο! Ε, δεν κάνετε ήσυχα. Κύτταξέ τους! Βούγκο! άκουοε τον πατέρα σου. Λυσσασμένοι είστε όλοι. Ωχ, καϋμένος! Ησυχάσατε, και μη κάμετε τόσο άσχημα.