Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Πώς; στου απάτητου αυτού πύργου τα στήθη, πατούσε ποδάρι ανθρώπου; Πάντα ίσο το μονοπάτι, πάντα ξάστερο, έφερνε σ' ένα ξόγκωμα του βουνού, κρεμασμένο, μετέωρο, που φαίνουνταν σα να μην είταν ούτε στη γις, ούτε στον ουρανό. Έτριψα τα μάτια μου, και μέτρησα εκεί απάνω καμμιά δεκαριά σπιτάκια πέτρινα, τετράγωνα, κατάκλειστα που τάλουζε κ' αυτά αδιάκοπα η βροχή.

Να, είπεν εγώ εκεί θα ρίξω, 'ς τον κάτω έλατο!. . . Κ' έδειξε διά της χειρός απώτατα μικρόν έλατον, εις τους πρόποδας του ετέρου της Βουνιχώρας βουνού, του Παπαδάκου. Οι χωρικοί όλοι τον προσέβλεψαν έκπληκτοι, με κάποιαν δυσπιστίαν διά το απώτατον του σκοπού, ευλογούντες ενδομύχως τον γέροντα Χειμάρραν, διότι χάρις εις αυτόν θα έβλεπον εμπράκτως του νέου όπλου την ενέργειαν.

Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερινό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα.

Διήρεσε το κτήμα εις τέσσαρα μέρη· εις άμπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με αιμασιάς ή μποστάνια. Εγκατεστάθη εκεί, κ' έζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος της θαλάσσης, κ' ενώ ο επάνω τοίχος έφθανεν εις την κορυφήν του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.

Κι' όπως απ' αψηλή κορφή βουνού μεγάλου ο Δίας 297 πυκνό αλαργέβει σύγνεφο, και γύρω τ' ακροτήρια προβάλνουν και τα ξέφαντα και τροφαντά λιβάδια, τι κάτου πλημμυράει το φως οχ τ' ουρανού το θόλο· 300 έτσι είδαν φως οι Δαναοί σα γλύτωσε η αρμάδα 301 302 απ' τη φωτιά και κώλωσαν αναγκασμένοι οι Τρώες. 303 305 Και πρώτος χάνει ο Έχτορας το θάρρος, και πηδώντας 656 στ' αμάξι φέβγει ακράτητος, και πρόσταζε όλοι πίσω να φύγουν, τι είδε του Διός πως είχε αλλάξει η γνώμη. 658

Διέλαμπε, το δώμα της Νέφος ουδέν σκιάζον, Μόνον το φως του λυκαυγούς Εφαίνετο λευκάζον, Και υπ' αυτό ελεύκαζε Κ' η άκρα του βουνού. Εκ των ανθέων, πανταχού, Ανέβαιν' ευωδία. Τα κελαδήματα πτηνών — Η θεία υμνωδίαΗκούοντο, κ' η πρωινή Η αύρα δροσερά Έπαιζε, ψιθυρίζουσα Εις τα πλατέα φύλλα Των πλαταμώνων, κ' υπ' αυτά Κρυμμέν' η Φιλομήλα, Έψαλλε, κελαδήματα Τονίζουσ' αλγηρά.

Εδώ κάτω βομβεί και παταγεί και παφλάζει το ύδωρ· εκεί επάνω ηρέμα κελαρύζει και ηχεί κατερχόμενον εκ των βράχων εις αργυράς ταινίας. Και εις τας δυο πλευράς του δρόμου, ο οποίος πηγαίνει προς τον ανήφορον του βουνού εις το Γκρίντελβαλντ, είναι σπιτάκια φιασμένα από κορμούς δένδρων.

Όταν έλαβε τον δεύτερον, τον πατέρα του Γιάννου, διά να γελάση ολίγον, αφήρεσε το δακτυλίδι από τον πρώτον, τον έφερεν εις την ζωήν και παροργίσσασα τους δύο άνδρας τους έκαμε ν' αλληλοσφαγούν προ των οφθαλμών της. Εκαλείτο παρ' όλων &Μάγισσα του Βουνού& και υπήρχεν ιδέα ότι αν εχάνετο θα εχάνετο μαζί και ο κόσμος· λύμη αυτού φοβερά αλλ' αναγκαία.

Πήραν ξελάκκου ένα κοπάδι κριάρια μια νύχτα σκοταδερή, δίχως αστροφεγγιά και σελήνη, δέσαν στα κέρατά τους λαμπάδες αναμμένες και φρύγανα και σαλαγώντας τα σκάρισαν από τον κάμπο στον ανατολικόν ανήφορο του βουνού κατά το κάστρο απάνω, φωνάζοντας κι αυτοί και τραγουδώντας.

Μετά ώραν έφθασα εις την κορυφήν του βουνού, είτα ώδευσα επί του οροπεδίου, εν παμφαεί σελήνη. Είτα έφθασα εις την αντίθετον κλιτύν, όπου πάλιν εύρον σκιάς και σύνδενδρα μέρη και φόβητρα εμπρός μου. Εκεί παρακάτω ήτον η μικρά έπαυλις του Γιάννη του Στόγιου, αγρότου απλοϊκού φίλου μου. Υπερέβην τον χαμηλόν φράκτην, εισήλθον εις την αυλήν κ' έκρουσα την θύραν.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν