Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Έκοψε τα σκοινιά των χεριών της, και αφήνοντας την πεδιάδα, μπήκαν στο δάσος του Μορουά. Εκεί, στα μεγάλα δάση, ο Τριστάνος αισθάνεται ασφάλεια σα να βρίσκεται πίσω από τείχη φρουρίου. Με τη δύσι του ηλίου, σταμάτησαν στους πρόποδες κάποιου βουνού. Ο φόβος είχε κουράσει τη Βασίλισσα. Ανάπαυσε το κεφάλι της στο σώμα του Τριστάνου και απεκοιμήθη.

Στερνά, με χρόνια, με καιρούς, εξάνοιξε μια μέρα Πέραάκρη τ' ουρανού, 'ς ενού βουνού κορφούλα, Βουνού ψηλού και μακρινού, μέσ' σε γαλάζια αντάρα Χτίριο ψηλό κι' ολόλευκο, σαν στοιχειμένον πύργον, 'Σάν ερημόκκλησο παληό, σα ερημικό παλάτι.

Από μικρό κι' απ' άφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου, Παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι' αγέρα Κι' απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια Και μέσ' 'ς τα σύγνεφα πετάς, μέσ' 'ς τα βουνά ανεμίζεις· Φωλιάζεις μέσ' 'ς τα κράκουρα, συχνομιλάς με τάστρα, Με την βροντή ερωτεύεσαι, κι' απιδρομάς και παίζεις Με τάγρια αστραποπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν Του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.

Ναι, τοις έστειλε τα λυσσαλέα κύματα της λίμνης, το μαύρο σκοτάδι του δάσους· τ' απεπλάνησεν εις την μιασματικήν πεδιάδα, τα έρριψεν εις τον φοβερόν πύργον, όπου ολίγον έλειψε να εύρουν τον θάνατον αντί της φιλοξενίας, και τέλος έστειλεν εις αυτά την χιόνα και τον παγερόν άνεμον όστις τα εξήπλωσε και τα δύο νεκρά. . . Τόρα τι λέγουν; είνε ή δεν είνε αυτή η Μάγισσα του Βουνού; Εκείνα τα παντοδαπά εντός του δωματίου της συμφύρματα, τα μαζευθέντα και από τα τέσσαρα πέρατα του κόσμου εκεί, την υπακούουν τυφλώς και δύνανται να αναστατώσουν το Παν; ξεύρει ή δεν ξεύρει αυτή να εκδικηθή; Όποιος θέλει ας δοκιμάση πάλιν!. . . Και θριαμβεύουσα, με οφθαλμούς λάμποντας εξ υπερηφάνειας, ανήγειρε το σώμα της από της εστίας κ' εγέλασεν ισχυρώς!

Εζήτησαν λοιπόν από τον Καραϊσκάκην να καταβή εις τους πρόποδας του βουνού, πλησίον εις την πεδιάδα του Μεσολογγίου, διά να δεχθή τους εξερχομένους και να αντικρούση την ορμήν των εχθρών, οι οποίοι αναμφιβόλως ήθελον ακολουθεί διώκοντες. Πολλοί ήθελον διαφύγει την αιχμαλωσίαν και τον θάνατον, εάν ο Καραϊσκάκης δεν ήθελεν είναι ασθενής.

Μου φαινότουν πως έτσι μονάχα θα να 'βρεσκα λαρωμό, πως έτσι θα να γλυκοκοιμιώμουν. Κι' όσο να σκάση της χαραγής τ' άστρι στο καταρράχι του βουνού, κ' εγώ δε θυμάμαι πλια πόσα γλυκομιλήματα κρυφά ν' άλλαξα με τη δροσερή και μοσχοβολισμένη εκείνη νύχτα, σα βασίλεψε και το φεγγάρι στερνά και μας αφήκε στα σκοτεινά έτσι ολομόναχους.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Και ο μερικός θνητός χρεωστεί μ' όλην την ρώμην, με τ' άρματ' όλα της ψυχής, να προφυλάξη τον εαυτόν του, αλλά πλειότερον εκείνος, οπού με την πνοήν του ταις ζωαίς στηρίζει πολλών ανθρώπων· όταν σβύνεται ηγεμόνας δεν απεθαίνει μόνος, αλλά κάτω σέρνει, ως καταβόθρα, εκείνα οπού 'ναι ολόγυρά του· τρανός τροχόςτην κορυφήν βουνού στημένος, υψηλοτάτου, και μικρότερ' άλλα υπάρχουν πράγματα μύριαταις θεόραταίς του ακτίναις σφικτά πιασμένα, και, όταν ροβολήση εκείνος, την βροντερήν καταστροφήν του συνοδεύει κάθε προσκόλλημά του και μικρόν αν ήναι.

Κι' ολοτρόγυρα τα Καμποχώρια, αμέτρητα μικρά και μεγάλα χωριά, που στολίζουν με τα σπιτάκια τους κάθε όχτο κάμπο και κάθε ριζό βουνού.

Πήραν ξελάκκου ένα κοπάδι κριάρια μια νύχτα σκοταδερή, δίχως αστροφεγγιά και σελήνη, δέσαν στα κέρατά τους λαμπάδες αναμμένες και φρύγανα και σαλαγώντας τα σκάρισαν από τον κάμπο στον ανατολικόν ανήφορο του βουνού κατά το κάστρο απάνω, φωνάζοντας κι αυτοί και τραγουδώντας.

Και βράζοντας οχ του βουνού κατέβηκε τις ράχες, με το δοξάρι κρεμαστό και τη σαϊτοθήκη. 45 Βρόντηξαν, όταν με θυμό τινάχτηκε, οι σαΐτες στις πλάτες του. Και πάγαινε θολός σα μάβρη νύχτα, Έπειτα αλάργα κάθεται απ' το στρατό και ρήχνει, κι' άχησε ο κρότος σκιαχτερός οχ τ' αργυρό δοξάρι.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν