Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Πενηντάρης, στιβαρός όμως σα νέος, σαν άνθρωπος του βουνού, με ηλιοκαμμένο και λιπόσαρκο πρόσωπο, μα με κάτι δόντια που θα λεγες πως του τα φύτεψαν τη στιγμή εκείνη, τόσον ήταν στερεά, άσπρα και ολόισα. Εύθυμος και γελαστός πάντα, εμετάδινε την ευθυμία του και σε μένα.
Και αφού με είδαν πως έπεσα εις βαθύτατον ύπνον με εσήκωσαν και οι δύο και με έρριξαν εις την θάλασσαν. Μα η θάλασσα όντας φουσκωμένη από αέρα, τα κύματα ωσάν να ήσαν προσταγμένα, από τον Ουρανόν δεν με εκαταβύθισαν, αλλά με έρριξαν εις την στερεάν υποκάτω εις μίαν ρίζαν ενός βουνού.
Μου φαινότουν πως έτσι μονάχα θα να 'βρεσκα λαρωμό, πως έτσι θα να γλυκοκοιμιώμουν. Κι όσο να σκάση της χαραγής τ' άστρι στο καταρράχι του βουνού, κ' εγώ δε θυμάμαι πλια πόσα γλυκομιλήματα κρυφά ν' άλλαξα με τη δροσερή και μοσχοβολισμένη εκείνη νύχτα, σα βασίλεψε και το φεγγάρι στερνά και μας αφήκε στα σκοτεινά έτσι ολομόναχους.
Ολίγον έλειψε που τα νερά να με πνίξουν, μου εσήκωσαν τες αίσθησες, και με μεγάλην βίαν με ετράβηξαν, και μ' έρριξαν εις το παραθαλάσιον από μίαν σχοιματιάν βουνού.
Ο Χείμαρρος συμπαρέφερε κάποιο ξερριζωμένον έλατον και εις το νερό εσχηματίζοντο εμπρός στρεφοδινούμενοι κύκλοι· ήτο ο Ίλιγγος, περισσότεροι του ενός, εκείνοι που στροβιλίζουν επί του εν παφλασμώ χωρούντος Χειμάρρου· η σελήνη εφώτιζε το σωριασμένο επάνω εις τας κορυφάς των ορέων χιόνι, εφώτιζε και τα ζοφερά δάση και τα λευκά παραδοξόσχημα σύννεφα, τας νυκτερινός Μορφάς, τα Πνεύματα των Δυνάμεων της φύσεως· ο κάτοικος του βουνού τα έβλεπε μέσα από τα τζάμια των παραθύρων του· έπλεον εκεί κάτω αγεληδόν εμπρός από την &Νεράιδα του Πάγου.&
Το νεκροταφείον μας, καθώς ενθυμείσθε, κείται ολίγον μακρύτερα, προς δυσμάς. Αμπέλια δεξιά, το βουνόν αριστερά, και ανάμεσα ο δρόμος από τ' Αλώνια το νεκροταφείον. Εις το μέσον περίπου του δρόμου, προς του βουνού το μέρος, ίσως παρετηρήσατε έν μεγάλον πεύκον· τα γηρασμένα του κλωνάρια σχηματίζουν μικράν όασιν σκιάς, όταν ο ήλιος φλογίζη την άδενδρον εκείνην έκτασιν.
Κ' εβγήκε απ' τα χαμόδενδρα ο θείος Οδυσσέας, και με το χέρι το τρανό πολύφυλλο απ' το δάσος κόπτει κλαδί, 'ς το σώμα του την γύμνωσι να κρύψη• και ως θαρρετό 'ς την δύναμι, θρέμμα βουνού, λειοντάρι, 130 'που μ' όλο τ' ανεμόβροχο κινά, και μέσα καίουν τα μάτια του• και χύνεται 'ς τα βώδια ή και 'ς τ' αρνία, ή 'ς τ' άγρι' ελάφια, και ζητεί, καθώς τον σπρώχν' η πείνα, και εις κτίριο μέσα στερεό τα πρόβατα ν' αρπάξη• όμοια 'ς ταις καλοπλέξουδαις κόραις ο Οδυσσέας 135 ολόγυμνος εσίμονεν, ότ' ηύρε αυτόν ανάγκη. τρομακτικός τους φάνηκε φθαρμένος απ' την άρμη, και τρέμοντας εσκόρπισαν ς' τ' ακροθαλάσσια βράχη• μόνη τ' Αλκίνου εστέκονταν η κόρη, ότ' εις το στήθος θάρρος της έβαλ' η Αθηνά, και αφαίρεσε τον φόβο. 140 και αγνάντια στάθη ασάλευτη• και εδίσταζ' ο Οδυσσέας, δεόμενος της κορασιάς τα γόνατατ' αν θα πιάση, ή από μακρυά θα δεηθή με λόγια μελωμένα, την πόλι να του δείξη αυτή κ' ένδυμα να του δώση. και τούτο συμφερώτερο του εφάνη, με τα λόγια 145 τα μελωμέν' από μακρυά να δεηθή, μην ίσως, αν πιάση αυτής τα γόνατα, βαρυφανή της κόρης. κ' ευθύς λόγον επρόφερε σοφόν και μελωμένον•
Η ευκίνητος γραία επάτει επί χόρτων και χαμαιμήλων, κ' επί χλωρών ακανθών, ανήρχετο δε με βήμα κόρης, νεαράς βοσκοπούλας του βουνού, τον ανηφορικόν δρομίσκον.
Ήτο δώρον του κολλήγα του ποιμένος, του Κομποδήμου, όστις το ανέθρεψεν εις το βουνόν καθαρόν και αμόλυντον με το γάλα της μητρός του, μιας ωραίας από σόι συός, τρεφομένης μόνον με ξηράν κολοκύνθην και τυρόγαλα της ποίμνης, και με τον καθαρόν του βουνού αέρα.
Βοσκούλα μαυρομάτα μου της ερημιάς νεράιδα, Μάγισσα της σπηλιάς ξανθή και του βουνού καμάρι, Γιατί ανεβαίνεις τον γκρεμό και το στεφάνι απάνου Και κόβεις μήλα αφ' τη μηλιά, την παραφορτωμένη Και καρτεράς 'ς το διάσελο, το μονοπάτι πιάνεις, Με το κοπάδι να διαβώ να με πετροβολήσης, Να μου προγγάς τα πρόβατα, να μου σκορπάς τα γίδια, Και να γελάς, να χαίρεσαι; Κατέβα εδώ, 'ς εμένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν