Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Αυτά 'πεν ο Αντίνοος, και αδιαφορούσ' εκείνος. 275 και από την πόλιτο πυκνό του μακροβόλου Φοίβου δάσος έφερναν κήρυκες την θείαν εκατόμβη, 'ς των κομοφόρων Αχαιών τα συναγμένα πλήθη.

Πού νάταν τότε εκεί κανείς να δει και να σαστίσει, κάπιος π' ακόμα αλάβωτος από σπαθί ή κοντάρι 540 να γύριζε καταμεσύς, κι' η Αθηνά απ' το χέρι κρατώντας τον, τις κονταριές μακριά του να σκουντούσε· τι Τρώων κι' Αχαιών πολλά κορμιά τη μέρα κείνη χάμου στα βούρκα θάβλεπε στρωμένα δίπλα δίπλα.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' εγέρθηκε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης, 405 εβγήκε και άμ' εκάθισετους στιλβωμένους λίθους, 'πουτα υψηλά του πρόθυρα κατέμπροσθ' ευρισκόνταν, λευκοί και απ' άλειμμα λαμπροί•αυτούς είχε καθίσει πριν ο Νηλέας, 'πώμοιαζετον νου τους αθανάτους• αλλάτον Άδη ο θάνατος επήρε αυτόν, και πάλιν 410 αυτού κάθιζε ο Νέστορας, των Αχαιών σωτήρας, σκήπτρο κρατώντας• γύρω του τα τέκνα εσυναχθήκαν, και απ' τους θαλάμους έρχονταν, ο Εχέφρονας, ο Στράτις, με τον Περσέ' ο Άρητος, και ο ισόθεος Θρασυμήδης, και ο ήρωας ο Πεισίστρατος έκτοςεκείνους ήλθε. 415 και τον θεϊκόν Τηλέμαχον αυτού σιμά εκαθίσαν. και άρχισεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•

Οι διο τους τότες στέκουνταν αντικρυστοί, με χέρια και μ' άρματα τους έτοιμα, να χτυπηθούν διψώντας, κι' έτρεξε αφτός σιμά σιμά, του βασιλιά από δίπλα. 570 Τότε ο Αινείας πόδισε κι ας είταν παλικάρι, άντρες σαν είδε αντίκρυ διο να στέκουν δίπλα δίπλα· κι' αφτοί τραβάνε τους νεκρούς στων Αχαιών το μέρος, κι' όταν τους μάβρους στων δικών τους έβαλαν τα χέρια, γύρισαν πάλι και μπροστά στη μάχη πολεμούσαν. 575

Μα ελάτε τώρα, οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, πέστε το δίκιο εδώ μπροστά στο πλήθος... Κι' όχι χάρες· δε θέλω εγώ να πει κανείς απ' τα παιδιά κατόπι 575 'Μέ ζόρι απ' τον Αντίλοχο, με ψέματα ο Μενέλας τ' άλογο πήρε κι' έφυγε.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 240 Πατέρα, πάντοτ' άκουσα να σε δοξάζη ο κόσμος, ότ' εις τον νουν είσ' έξοχος, όσοτην μάχη ανδρείος• αλλ' είπες λόγον φοβερόν και φρίττει ο λογισμός μου. δυο μόνοι, πώς θα πολεμούν πολλούς και ανδρειωμένους; δεκάδα μια δεν είν' ή δυο το πλήθος των μνηστήρων, 245 αλλά πλειότεραις πολύ• και άκου να τους μετρήσω• και πρώτ' απ' το Δουλίχιον είναι πενήντα δύο εκλεκτοί νέοι, και οπαδούς έξ' υπηρέταις έχουν• άνδρες εικοσιτέσσερες από την Σάμην είναι• είκοσι από την Ζάκυνθο των Αχαιών αγόρια, 250 και δώδεκ' όλοι πρόκριτοι μέσ' από την Ιθάκη• μαζή τους είναι ο Μέδοντας, ο κήρυκας, ο θείος αοιδός, και δυο θεράποντες, 'ς το μοίρασμα τεχνίταις. αν πέσουμεόλους αυτούςτο δώμα συναγμένους, μην η εκδίκησι σου βγη πικρή, φαρμακωμένη. 255 αλλ' αν βοηθόν μας δύναται κάποιον να εφεύρη ο νους σου, συ σκέψου ποίος ήθελεν εγκάρδια μας βοηθήση».

Σωρ' οι λαοί απέθνησκαν, και του θεού τα βέλη Παντούτο στράτευμ' έτρεχαν των Αχαιών το μέγα. Μας είπ' ο μάντις ο σοφός χρησμούς του Μακροχτύπη· Κ' ευθύς 'γώ πρώτος τον θεόν να ιλεάσωμ' είπα. Ο δε Ατρείδης θύμωσε, κι' αμέσως εσηκώθη, Και λόγον εφοβέρισε, οπού κ' ετελειώθη.

Ο υιός του Διός και της Λητούς· αυτός τον βασιλέα Ωργίσθη· καιτο στράτευμα κακήν σήκωσ' αρρώστιαν. Και οι λαοί εχάνουνταν· γιατί ο βασιλέας Ατρείδης τού ατίμασε τον ιερέα Χρύσην. Ότ' ήρθ' αυτός εις τα γοργά των Αχαιών καράβια, Δια την θυγατέρα του να την ελευθερώση, Άπειρα λύτρα φέροντας, βαστώντας καιτα χέρια Το στέμμα του Απόλλωνος με το χρυσόν το σκήπτρον.

Είπε, και μ' ένα πήδημα τον άδραξε απ' τη φούντα, κι' έστριψε και στων Αχαιών το μέρος τον τραβούσε. 370 Και τ' ολοκέντητο λουρί τον έπνιγε από κάτου απ' τα καλόθρεφτα λαιμά, που τεντωτό κρατούσε τη χάλκινη περκεφαλιά δεμένη στο πηγούνι.

Κι' οι προεστοί των Αχαιών μαζέφτηκαν κατόπι στον Αχιλέα ολόγυρα και τον περικαλούσαν να φάει και κάτι, μα όχι αφτός τους έλεγε βογγώντας «Να ζήστε, αδρέφια, αν μ' αγαπά κανείς σας, μη μου λέτε 305 ψωμί ή κρασί προτύτερα στο στόμα μου να βάλω, γιατί έχω μες στα στήθια μου τα σπλάχνα ματωμένα. Κι' ως να νυχτώσει αν καρτερώ, σας λέω μη με φοβάστε

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν