Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Και βάζει για το δέφτερο βόδι παχύ μεγάλο, 750 και για τον τρίτο ενάμισυ μαλαματιού κομάτι. Και στάθηκε όρθιος κι' έκραζε στων Αχαιών τη μέση «Ελάτε τώρα τρέξιμο, κι' ομπρός όσοι βαστάτε.» Είπε, κι' εφτύς σηκώθηκε ο γοργοπόδης Αίας, γιος τ' Οϊλιά, σηκώθηκε κι ο γνωστικός Δυσσέας, 755 κατόπι κι' ο Αντίλοχος, του γέρου ο γιος Νεστόρου, γιατί όλους πάλε αφτός τους νιους στο τρέξιμο νικούσε.
'ς τα πλοί' από τον πόλεμο σ' εφέραμε, 'ς την κλίνη σ' εθέσαμε, και με χλιό νερό τ' ωραίο σώμα καθάραμε και μ' αλοιφή· και δάκρυα θερμά χύναν 45 ολόγυρά σου οι Δαναοί κ' εκόψαν τα μαλλιά των. και ως τό 'μαθε η μητέρα σου, με ταις θαλάσσιαις κόραις ήλθεν από το πέλαγος, και ανάκουστη εσηκώθη βοή 'ς τον πόντο, κ' έφριξαν των Αχαιών τα πλήθη. και θα ωρμούσαν ν' αναιβούν 'ς τα βαθουλά καράβια, 50 αλλ' άνδρας τους εκράτησε, πολλών και αρχαίων γνώστης, ο Νέστορας, οπ' αρεστήν έδιδε εις όλα γνώμη. εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε : —Αργείοι, Αχαιόπαιδα, μη φεύγετε, σταθήτε· από το πέλαγος εδώ με ταις θαλάσσιαις κόραις 55 έρχεται η μάννα, το νεκρό παιδί της ν' αγκαλιάση.— κ' οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί τον άκουσαν κ' εμείναν. γύρω σου η κόραις στήθηκαν του γέρου της θαλάσσης, εμοιρολόγαν, και άφθαρτα φορέματα σ' ενδύσαν. καλόφωνα, με την σειράν, η εννέα Μούσαις όλαις 60 θρηνολογούσαν και άδακρυ δεν ήταν μάτι Αργείου· τόσο η γλυκόφωνη βαθειά τους είχ' εγγίξ' η Μούσα. κ' ημερονύκτια δεκαεπτά σ' εκλαίαμ' ενωμένοι, αντάμ' οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους. σε παραδώσαμε 'ς το πυρ, μες την δεκάτη ογδόη, 65 και αρνιά παχειά σου σφάξαμε και βώδια στριφοπόδα. καιόσουν συ μες των θεών τα ενδύματα με πλήθος μέλι γλυκό και μ' αλοιφή· και γύρω εις την πυρά σου ήρωες πάμπολλοι Αχαιοί 'ς τα όπλα εταραχθήκαν, πεζοί και ιππείς· και αλαλαγμοί σηκώθηκαν και κρότοι· 70 και, αφού του Ηφαίστου σ' έφαγεν η φλόγα, τα λευκά σου κόκκαλα εμείς, το χάραμμα, συνάξαμε, Αχιλλέα, 'ς αλοιφή και άδολο κρασί, μέσα 'ς τον αμφορέα απ' έδωκε η μητέρα σου, του Διονύσου δώρο, χρυσόν, και φιλοτέχνημα του δοξασμένου Ηφαίστου. 75 κει τα λευκά σου κόκκαλα είν', ένδοξε Αχιλλέα, με του Πατρόκλου ανάμικτα του προαπεθαμένου, και του Αντιλόχου χωριστά, 'που των συντρόφων όλων, αφού 'πεσεν ο Πάτροκλος, εξόχως προτιμούσες. και ολόγυρά τους θαυμαστόν σηκώσαμε και μέγαν 80 τάφον, ο ιερός στρατός των λογχιστών Αργείων, εις άκραν άκρης, 'ς τον πλατύν Ελλήσποντον επάνω, να τον διακρίνουν φανερά μακρόθε απ' τα πελάγη όσοι ζουν σήμερα θνητοί και όσοι κατόπι θα 'λθουν. και των θεών εζήτησεν η μάννα σου βραβεία 85 ωραία και τα πρόβαλε 'ς τους πρώτους των Αργείων. πολλαίς σου έτυχε τα ιδής ταφαίς ανδρών ηρώων, ως, όταν συμβή θάνατος μεγάλου βασιλέα, οι νέοι ζώνοντ' άρματα, βραβεία να κερδίσουν· αλλ' εκείνα θα θαύμαζες εξόχως τα βραβεία, 90 'που πρόβαλ' η αργυρόποδη η Θέτις 'ς την ταφή σου· ότι πολύ σ' αγάπησαν οι αθάνατοι, Αχιλλέα· κ' ιδού τώρ', αν και απέθανες, δεν 'χάθη τ' όνομά σου, κ' αιώνια θα δοξάζεσαι 'ς τα γένη των ανθρώπων. αλλ' απ' τον πόλεμον εγώ τι κέρδος τώρ' ευρήκα; 95 'ς την γη μου φρικτόν όλεθρον μ' είχ' ετοιμάσει ο Δίας απ' της μιαρής συντρόφου μου τα χέρια και του Αιγίσθου».
Λοιπόν περί του Νέστορος του σοφωτάτου των Αχαιών ο Όμηρος λέγει ότι έζησεν επί τρεις γενεάς και συγχρόνως μας τον παρουσιάζει τέλεια εξησκημένον κατά τε την ψυχήν και το σώμα. Περί δε του μάντεως Τειρεσίου η τραγωδία μας λέγει ότι έζησε μέχρις έξ γενεών. Και είνε πιθανόν ότι άνθρωπος ως ο Τειρεσίας, αφιερωμένος εις τους θεούς και ζων με αγνότητα βίου, έγινε τόσον μακρόβιος.
Ταύτα αναλογιζομένη παρεκίνησε κατά την τελευταίαν ώραν τον πατέρα να ζητήση εν ονόματι του Απόλλωνος την απόδοσιν αυτής παρά των Αχαιών.
Τότε απαντάει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Ω γέρο, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι, τον Αγαμέμνο εδώ θωράς, π' απ' όλους πέρα ως πέρα πιότερο ο Δίας μ' έψησε και θα με ψήσει ακόμα, όσο μου μένει ανασασμός και στέκουμαι στα πόδια. 90 Γυρνώ έτσι, τι στα μάτια μου γλυκός δεν κάθεται ύπνος, που ο πόλεμος μ' ανησυχεί και του στρατού τα πάθια.
Είπε, κι' αγρίκησε η θεά, του Δία η θυγατέρα, κι' απ' του Ελύμπου με σπουδή κατέβηκε τις άκρες κι' ήρθε σε λίγο ως στα γοργά των Αχαιών καράβια Και το Δυσσέα βρήκε εκεί, άντρα σοφό σα Δία, πούστεκε δίχως τ' άφταστο καλόδετο καράβι 170 ν' αγγίζει, τι είχε στην καρδιά φαρμάκι και στα σπλάχνα.
Πάλι όμως τώρα θαν το πω το τι θαρρώ συφέρνει. 215 Μην πάμε να χτυπήσουμε των Αχαιών τα πλοία· τι έτσι φοβάμαι θα μας βγει, αν τ' όρνιο αφτό, όπως τόδες, απ' τα ζερβά μας φάνηκε σαν είταν να διαβούμε, κακό όρνιο, αψηλοπέταχτος αητός, κρατώντας φίδι
Έπειτα απ' όξω χάραξαν χαντάκι ομπρός στο κάστρο 440 βαθύ μεγάλο διάπλατο· και τούμπηξαν παλούκια. Αφτά λοιπόν μαστόρεβαν οι άκουροι οι Αργίτες. Και κάθουνταν τότε οι θεοί στον αστραποτινάχτη Δία κοντά, και τη δουλιά θωρούσαν τη μεγάλη των χαλκαρμάτωνε Αχαιών.
Και σαν τον είδε ο άφοβος του γέρου γιος Μενοίτη, τον πόνεσε και λόγια διο του μίλησε θρηνώντας 815 «Α δύστυχοι, των Αχαιών οπλαρχηγοί κι' αρχόντοι, έτσι λοιπόν σας μέλλουνταν, αλάργα από πατρίδα και φίλους, μ' άσπρο πάχος σας εδώ όρνια να χορτάστε.
Εκ πάντων τούτων άγεταί τις να πιστεύση ότι, αν δύσκολον ήτο να ζητήση ο Χρύσης παρά των Αχαιών άκουσαν την θυγατέρα, έτι δυσκολώτερον φαίνεται ότι επεθύμει τω όντι την οίκαδε επιστροφήν η Χρυσηίς, η ουδένα έχουσα προς τούτο εν τω ποιήματι αναφερόμενον λόγον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν