Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Έβλεπεν, έβλεπεν, ανοιχτά εις το πέλαγος, μακράν έξω, πολλά πανιά, λευκά ιστία, σαν του γλάρου τα φτερά. Βρατσέρες, γολέττες, μικρά καΐκια, τα έβλεπε ν' αρμενίζουν, να οργώνουν τα κύματα, ωσάν βοϊδάκια ζευγαρωτά.

Πολλαίς φοραίς οι παλαιοί, οι παππούδες μας, είδανε με τα μάτια τους που ένα πράμμα, που το ερρούφηξε το μάτι της λίμνης, έξαφνα βρισκότανε στη θάλασσα, μέσα βαθειά, ανάμεσα στα δυο νησιά πέρα. Είδατε τα δυο νησιά που είν' εκεί αντίκρυ, ως τρία μίλια ανοιχτά στο πέλαγο; . . . Εκεί ανάμεσα είνε ο αφαλός της θάλασσας.

Και πίσω το κορμί γιγάντιο, μελαψό, με τα φτερούγια του ανοιχτά πέραδώθε, με την ουρά γοργογύριστη σαν έλικας βαποριού έφευγεν εμπρός και αφροκοπούσαν τα νερά δαρτά και σκοτωμένα στο διάβα του. Τα ψάρια έτρεχαν κοπάδι, έφευγαν με τρελά πηδήματα αισθαντικά στον κίνδυνο και τον χαμό.

Εμένα, για να σου πω, εύκολα-εύκολα δεν μπορείς να με σκουντζάρης με το μυαλό το δικό σου. Ίσσα τρίγκο, ίσσα παροκέττο, μάινα μπαμπαφίγκο! Για καμμιά τσομπανοφλοέρα μ' επήρες και μου κόλλησες στα νερά, σαν να σου κατέβηκε να σου τραβήξω γιουντέκι ή ν' αρμενίσουμε κουσέρβα; Αβάρα! Σία! Ανοιχτά!

Εκείνη την ώρα έβαλε ένα αεράκι σιγανό κι ανάλαφρο, και το μονόξυλο πήγε τ' ανοιχτά. Θέλησα να το γυρίσω, μα του λόγου της με μπόδισε. Της άρεγε έτσι, μ' άρεγε και μένα έτσι τότες. Καψονιόπαντροι, να τα λέμε τόρα; Έτσι τραβήξαμε αρκετά, όντας ξάφνω σηκόνεται του λόγου της η κυρά αντάρα, κυρ μηχανικέ. Και να πης, σηκώθηκε λίγη, λίγη; Σα να την ξέρασε ξαφνικά κάνας δαίμονας.

Δε μούπες να μην πολεμάω με τους θεούς τους άλλους έτσι ανοιχτά, μον του Διός η κόρη, Αφροδίτη, 820 αν έρθει, να τρυπήσω αφτή με το βαρύ κοντάρι; Για αφτό ποδίζω τώρα εγώ, και τους λοιπούς Αργίτες τους πρόσταξα όλοι τους εδώ να μαζωχτούν σιμά μου, τι ξάνοιξα μες στους οχτρούς τον Άρη π' αρχηγέβει

Καθώς έχει δυο μονάχα ανοιχτά μέρη και χίλιες τρύπες ο μαχαλάς αυτός, μόλις πατήση χωροφύλακας, ο ένας με τον άλλον παίρνει χαμπάρι κι από πόρτα σε πόρτα, από παραθύρι σε παραθύρι, από κήπο σε κήπο, από καλαμιές σε καλαμιές φεύγουν τρυπόνουν αναφαντόνονται οι νταλματζήδες κ' οι λαθρέμποροι.

Βαρκούλες ολοένα σίμοναν από τ' ανοιχτά της θάλασσας, τράτες κατάφταναν πανιά μαζεύουνταν άγκουρες έπεφταν καραβόσκοινα δένουνταν σε πάλους. Άλλες πάλε αμολιώνταν πέρα στο Γαλαξείδι με τα πανάκια τους φουσκωμένα στο βραδινό αγέρι. Ξυπόλητοι κι ως το γόνα γυμνοί, οι ψαράδες ξεφόρτωναν από τις βάρκες στην ακρογιαλιά τα κοφίνια τους γεμάτα από σπαρταριστά μπαρμπούνια και λεθρίνια και μελανούρια.

ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ που παραθερίζουν στα λουτρά. Η σκηνή σύγχρονη σε μια Ελληνική λουτρόπολη. Παραστάθηκε για πρώτη φορά στη «Νέα Σκηνή» 11 Αυγούστου 1909. Σάλα του ξενοδοχείου των λουτρών. Επίπλωση με ανοιχτά χρώματα από ξύλο λακέ και ψάθα. Λουλούδια απάνω στα τραπέζια. Τα παράθυρα ανοιχτά. Θύρες δεξιά και αριστερά που φέρνουν σε δωμάτια. Στο βάθος δύο μεγάλες θύρες που φέρνουν στην έξοδο.

Και τότε ο φτερουγόποδος τ' απάντησε Αχιλέας «Άφοβα πες και θαρρετά τι προφητιά κατέχεις. 85 Τι να! μα το μυριάκριβο του Δία γιο, που, Κάρχα, περικαλιέσαι εσύ και λες της μοίρας τα γραμμένα, άντρας κανείς, εγώ όσο ζω κι' έχω ανοιχτά τα μάτια, στο τάζω, χέρι φονικό δε σου σηκώνει εσένα εδώ στον κάμπο, ουδέ κι' αφτόν αν πεις τον Αγαμέμνο 90 που απ' όλους πρώτος βασιλιάς παινιέται εδώ πως είναι

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν