Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
« Η άτιμη η προδοσιά »Του Γώγου του Μπακώλα » Μας έφαγε. Μας έκαμε » Να βγούμε 'ντροπιασμένοι » Φώναζα γω δεν μ' άκουγαν. »'Σ το λόγκο σκορπισμένοι » Φεύγουν. Τα παλληκάρια μας » Εφοβηθήκαν όλα.» «'Στο Μεσολόγγι πέρασα » Τότ' έρημος, μονάχος. » Ξημέρωναν Χριστούγεννα » Γιορτάσαμε τη μέρα » Με του Βριώνη τη σφαγή· »'Στή μάχη την υστέρα, »'Σ ταις βόμβαις του καθόμουνε «'Στή ντάπια μου 'σα βράχος.»
Μια στιγμή τον χώριζε από φρικτό έγκλημα, και μ' άδικη λέξη βούιξε στο στόμα του: — Άτιμη! Μάννα και παιδί πετάχθηκαν από τον βαθύν ύπνο. Ο Γιωργάκης πέταξε από το ζωνάρι του άλλη μαχαίρα κι' οι δυο άντρες βρέθηκαν αντιμέτωποι κι' έτοιμοι να σκοτώση ο ένας τον άλλο, ενώ η Τασιούλαινα έμπηξε τες φωνές και τραβούσε τα μαλλιά της. — Ποιος είσαι συ εδώ μέσα! Φώναξε άγρια άγρια ο ξένος του Γιωργάκη.
Με τόνα πόδι απάνω στ' άλλο, σκυμμένος, με τ' αυτί κολλημένο προς το μπουζούκι του, κούρδιζε τα τέλια του με τη μικρή πέννα σιγά, σιγά, ως ότου να το βάλη στο ζένι. Παιδεύτηκε πολύ πάρα πολύ, που οι άλλοι κουράστηκαν. — Την άτιμη τη μπουργάνα πέφτει ολοένα, έκαμε εκείνος, και σταμάτησε. Ρούφηξε λίγο κρασί, τράβηξε το τσιγάρο του, και ξανάρχισε το κούρτισμα. Παιδεύτηκε και βρήκε τέλος το ζένι.
Κι αυτόν τον στίχο τον έλεε τόσο συγκινητικά ο γέρο στραβός, που η μικροπρόσωπη Νίτσα, σαν τον άκουσε διαβαίνοντας, της ήρθε ν' αρχίση τα κλάματα, ν' αρχίση να μαδιέται, και να θρηνή τη μοίρα της. Πόσο άξιζε να την καταραστή μέσ' από τα σπλάχνα της την άτιμη αυτή ξενητιά, που της έκλεψε και της κρατούσε τον άντρα της, που τον χάρηκε μια νύχτα μονάχη!
Βούηξε η Παραμυθιά με την άτιμη την καταλαλιά, βούηξαν και τα τριγύρω χωριά. Όλοι τάκουγαν το τρομερό το κρυφό, όλοι τόκριναν και το κατάκριναν και το ψιλολογούσαν. Όλοι, εξόν εκείνοι που έπρεπε πρώτα πρώτα κάτι να μάθουν, κάτι να τους σφυρίξη κανένας φίλος αληθινός, που αν είνε και ψέματα, να διαφεντέψουνε την τιμή τους οι άμοιροι. Ως τόσο βρέθηκε σε δυο μέρες μέσα κι αυτός ο ήρωας.
Και οι εχθροί θα πούνε «Να εκείνος που δεν ήθελε ο ίδιος να πεθάνη και ζη μιαν άτιμη ζωή, αφού από ανανδρία έδωσε την γυναίκα του στον τόπο του. Είναι άνδρας αυτός, που τώρα εχθρεύεται και τους γονείς του ακόμη, γιατί δεν εδεχθήκανε για κείνον να πεθάνουν;» Αυτήν την φήμη εκέρδησα εκτός από την λύπη. Γιατί λοιπόν καλλίτερα να ζω, αφού θ' ακούω τα λόγια τα φαρμακερά κοντά στη συμφορά μου;
Το πολύ θα περάσουμε άλλη μιαν άτιμη μέρα. — Ως τη νύχτα θα το ξέρουμε. Ή ζωή ή θάνατος. Και παίρνει δρόμο ο Μιχάλης, αφίνοντας πίσωθε το Δημήτρη. Είτανε να τονε λυπάσαι το χρυσόκαρδο το Μιχάλη.
Αλλ' ανυπόμονος, νευρικός, αναμένος όλος, αφού εβημάτιζε λίγο στο κατάστρωμα εστεκόταν απότομα κάτω από το πινό και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος εσήκωνε το κεφάλι με φόβο και θράσος μαζί και της έλεγε: — Μωρή φεύγα! πήγαινε στο καλό· πήγαινε στην ευχή του Θεού και των γονέωνέ μου· άσε με να πάω στο δρόμο μου και μη με κολάζης... Φεύγα μωρή άτιμη, σκύλα, συχαμένη, βρωμιάρα!... Πήγαινε στο καλό, πήγαινε στο διάολο! ...
Μολαταύτα δεν είχε διαβάσει στάστρα ότι η Βασίλισσα θαρχότανε κείνο το βράδυ κάτω από το πεύκο; Ξέρει χίλια πράγματα. Πάρτε συμβουλή απ' αυτόν». Τρεχάτος ήρθε ο καταραμένος καμπούρης. Ο Ντενοαλέν τον αγκάλιασε. Ακούστε τι άτιμη προδοσία συμβούλεψε στο Βασιληά.
Πώς να μην κλαίμε; Τριστάνε, αντρειωμένε βαρώνε, θα πεθάνης λοιπόν με τόσο άτιμη προδοσία; Και συ, Βασίλισσα αγνή, Βασίλισσα τιμημένη, σε ποιον τόπο θα γεννηθή ποτέ βασιλοπούλα τόσο ώμορφη και τόσο αξιολάτρευτη; Αυτά λοιπόν κατώρθωσε με τα μάγια του ο νάνος καμπούρης; Ω! που να μη δη ποτέ Θεού πρόσωπο όποιος τον απαντήση στο δρόμο του και δεν του χώση το σπαθί στην κοιλιά του!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν