United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πώς ηρέσκετο να διηγήται μετά ταύτα ο ίδιος το επεισόδιον τούτο. — Άμα εφθάσαμετο Λιμεναρχείο, έλεγε, — ξεπλατιαστήκαμετα κουπιάμας ερωτά ο φύλαξ: — Ποιος είν' ο καπετάνιος; — Νά! εγώ είμαι! Σηκόνομαι και τους λέγω. Τι; δεν με γνωρίζετε; Και εστάθηκα ντούρος.

Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι. τον χρόνον όλον έμειναντον τόπο μας εκείνοι, 455 και πλούτη έμβασαν άπειρατο βαθουλό καράβι• και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουντην πατρίδα, της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι. ήλθ' άνδρας πολυήξεροςτο σπίτι του πατρός μου, και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460 και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μουτο δώμα την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν. ωστόσον αυτός ένευσεν αμίληταεκείνην, και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισετο πλοίο. από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465 και τράπεζαιςτον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου, όπ' είχαν πάειτην σύνοδο του δήμου να καθίσουν. και αυτή τρεις κούπαις έκρυψετον κόλπο της κ' επήρε, κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470 και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι, με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα, αυτούτο καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων. και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475 ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα• αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνητην γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι. κει την ερρίξαν, ηύρεματαις φώκαις καιτα κήτη, 480 κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη. και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραντην Ιθάκη, οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης. ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».

Οι υπερέτριές μας δεν είταν από κείνες που σκοτίζουνται πολύ· κι όταν τονέ φωνάξανε μερικές φορές και δεν πήραν απάντηση, ησυχάσανε με την ιδέα πως θαρθή, άμα πάρη να σκοτεινιάζη. Ο Σβεν λοιπόν βρήκε περίσταση να φύγη και πήγε και κάθησε μόνος του στην αποβάθρα. Δεν ήξερε σωστά την ώρα που θαρχότανε το βαπόρι κ' έτσι έπρεπε να περιμένη εκεί πολύ.

Άμα εισήλθομεν εις τας στενάς του Κάστρου οδούς, ο αγωγιάτης προηγηθείς έλαβε το προπορευόμενον των κτηνών εκ του περί τον λαιμόν του σχοινίου και μετά τινα βήματα εστάθη ενώπιον μεγάλης οικίας, της οποίας έκρουσε βαρέως την θύραν. Σκότος πανταχού, και εις την οδόν και εις τα κλειστά παράθυρα των πέριξ οικιών. Επεζεύσαμεν τότε και ημείς.

Επειδή όντας αρχάριος φοβότανε το αίμα κ' εθαρρούσε πως αίμα βγαίνει μονάχ' από πληγή. Κι αφού αποφάσισε να διασκεδάζη μαζί της όπως πάντα, εβγήκε από τη λαγκάδα κι άμα επήγεν εκεί όπου καθότανε η Χλόη πλέκοντας στεφανάκι από μενεξέδες, και ψέμα είπε, πως από τα νύχια του αετού άρπαξε τη χήνα, κι αφού την αγκάλιασε την εφίλησε, καθώς τη Λυκαίνιο στην απόλαψη@ τους.

Άμα εισελθών εις το δωδέκατον έτος της ηλικίας του ο μικρός ρασοφόρος εξενιτεύθη, διά να μη εξαμβλύνη η πολλή σχέσις το σέβας του ποιμνίου προς τον επίδοξον ποιμένα του. Εις Άνδρον ιδιώτευε γέρων θείος της μητρός του, όστις, χρηματίσας επίσκοπος Σαλμαθούντος, παρητήθη του ιερού αξιώματος, αφού απεθησαύρισε τα αρκούντα όπως ζήση εν ανέσει το λοιπόν του βίου. Προς τούτον απεστάλη ο Νάρκισσος.

Η δε άλλη έποψις ήτο ότι αν εφέρετο καλλίτερα μαζύ μου, θα την ηγάπων βεβαίως πολύ ολιγώτερον, αφού διά μόνης της δυσπιστίας, της ζηλείας και της ανησυχίας δύναται ο πόθος να διατηρηθή ακμαίος. Η πρώην πεζή γνώμη μου, η περιορίζουσα την ευτυχίαν εις την απαλλαγήν από τοιούτων βασάνων, είχε μεταβληθή εξ ολοκλήρου άμα έφθασα να εννοήσω πόσον συντελούσι ταύτα προς κορύφωσιν της ηδυπαθείας.

Εγώ δε, όστις παρών είδον ιδίοις όμμασι τα γεγονότα ταύτα, σοι λέγω ότι η κόρη σου προφανώς απέπτη προς τους θεούς. Παύσε λοιπόν να λυπήσαι και να μνησικακής κατά του συζύγου σου. Τα έργα των θεών είναι εις τους ανθρώπους απροσδόκητα, εκείνους δε τους οποίους αγαπώσιν οι θεοί, τους σώζουν από των κακών. Και ιδού διατί η αυτή σημερινή ημέρα είδε την κόρην σου θνήσκουσαν και αναζώσαν άμα.

Εγώ είμαι καλός άνθρωπος! είπε, κ' έκρυψε το πρόσωπο με τα χέρια του, κ' εβγήκε, και δεν εκαλονύχτισε!.. — Θωρείς, μητέρα; Είπε τότε ο Χρηστάκης. Σε τώλεγα και δεν το πίστευες. Εσκότωσεν άνθρωπο, και τον πιάνει το αίμα. Όλος ο κόσμος το λέγει και συ δεν το πιστεύεις. Άμα πης πως ξεύρεις κάτι τι που έκαμενας είναι και για δοκιμή μονάχαθαρρεί πως του λες για το φονικό.

Διανυκτερεύσας δε μετά του στρατού εντός του ιερού του Νεμείου Διός, όπου, ως λέγεται, ο ποιητής Ησίοδος εφονεύθη υπό των ανθρώπων του μέρους εκείνου, προρρηθέντος εις αυτόν υπό τινος χρησμού ότι έμελλε να πάθη τούτο εν τη Νεμέα, ανεχώρησεν άμα τη πρωία και επροχώρει προς την Αιτωλίαν.