Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίστηκαν οι εχθροί του. Και γύριζε τώρα νικητής στη χώρα τη δική του. Τα βούκινα και τα τούμπανα όλο ζυγώνανε στη χώρα κ' έτρεμε ο αέρας από τη χαρούμενη βοή τους. Ο γέρος ο βασιλιάς καβάλλησε το πιο όμορφο άλογό του, πήρε και την κορώνα τη χρυσή στα χέρια του και ξεκίνησε απ' το παλάτι.

Λέγοντάς μου τοιουτοτρόπως αυτός με επήρε χωρίς να θέλω να ξεμακρύνω από εκείνα και με έφερεν εις έναν άλλον Ναόν, που ήτον εις την άκρην του περιβολιού. Εδώ ως επί το πλείστον, μου είπεν εκείνος, έχω την κατοικίαν μου· ο άνθρωπος χωρίς γένεια, που είδες επάνω εις το άλογο, είναι ο Προφήτης Ηλίας· αυτός κατοικεί εις την άλλην άκραν του περιβολιού.

Η Ιζόλδη καβάλλησε στο άλογο που οδηγούσε ο Τριστάνος από το χαλινάρι, κι' όλη την νύχτα περνώντας τ' αγαπημένα δάση για τελευταία φορά, εβάδισαν δίχως μιλιά. Το πρωί, ξεκουράστηκαν λίγο, έπειτα εβάδισαν ακόμη, όσο που έφτασαν στο ερημητήριο. Στο κατώφλι της εκκλησίτσας του, ο Ογκρίν εδιάβαζε σ' ένα βιβλίο. Τους είδε, κι' από μακρυά τους φώναξε τρυφερά: «Φίλοι! Σε τι δυστυχίες σας σέρνει η αγάπη!

Ο Μοχόγλους όταν έφτασε, αντί να περάση, σταμάτησε το άλογό του μπροστά στο Σιφογιάννη και τούπε: — Πού πας, μωρέ; — Στσ' ορισμούς σου αγά. Πάω σταμπέλι μου να κάμω μια ολιά δουλειά. — Και σήμερο δεν έχετε σκόλη, εσείς οι Ρωμιοί; Ο Σιφογιάννης άρχισε να τρέμη. — Ναίσκε, αγά. — Οϊλέσα, μωρέ, είνε κρίμα να δουλεύγη τέτοια μέρα ένας Ρωμιός;

Ακούεται κ' η φωνή της μάνας, οπώδενε τ' άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού. Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα. Μες το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον.

Την ίδια στιγμή έρχεται ένα φύλλο δυνατό και ρίχνει κάτω και το πλωριό κατάρτι με όλες του τις σταύρωσες. Αμέσως αλάφρωσε το ξύλο. Έβγαλεν ένα δυνατό στέναγμα, σαν άλογο γονατισμένο από βαρύ φορτίο, αντρειεύτηκε κ' ετινάχτη με την πλώρη ολόρθη. Στο ξαφνικό ορθοπλώρισμα εκυλίσαμε όλοι στην πρύμη σαν ασκιά.

Έτσι, εξακολούθησε ο Αριστόδημος, θα είμαι βέβαιος ότι οι πρόγονοι θα σας θυμίζουν και λίγο τους απογόνους. — Βεβαίως, βεβαίως· χαίρε απόγονε του Λεωνίδα·Λεωνίδα του εν Θερμοπύλαις! ευχήθηκε ο Περαχώρας κεντώντας τ' άλογό του. — Αι σκιαί των ενδόξων προγόνων σας να είνε πάντα βοηθοί σας· είπε κι ο Γκενεβέζος. — Αντιχαίρετε, κύριοι· είπε ο Αριστόδημος προσκυνώντας ταπεινότατα.

Έρραψε ένα τραπεζομάντηλο από τα ίδιο ύφασμα που έκαμε και τις κουρτίνες, κι απάνω στο τραπέζι είτανε τα παιγνίδια του Σβεν. Το άλογο που έσερνε ένα κάρο, μερικοί μολυβένιοι στρατιώτες και μια σκηνή. Εκεί απάνω είτανε το άσπρο φλιτζάνι του Σβεν με το χρυσό γύρο, ο κομπαράς του, ένα μικρό σπαθί και μια περικεφαλαία. Αυτά είταν όλα όσα άφησε πίσω του.

«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ- γκρουπππ.... »

Είναι δυο μήνες, κάποιος εδώ πέρα ευρέθη ευγενής Νορμανδός·εγώ τους Γάλλους είδα κ' εναντίον τους έχω υπηρετήση· ξεύρω πόσο λαμπρά 'ς τ' άλογο στέκουν· αλλ' ο νέος πως είχε μαγικά θαρρούσες· φυτεμένοςτην σέλλαν έδειχνεν αυτός, και το γενναίο τετράποδον εις τόσα θαυμαστά και ωραία κινήματα ωδηγούσε, οπού τα δυο κορμιά τους και η δυο ψυχαίς ακόμη εφαίνοντο ενωμένα, και όσα παιγνίδια και μορφαίς και αν ημπορούσε να πλάση ο νους μου, εμέναν όλα οπίσω απ' ό,τι εκατόρθον' εκείνος.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν