Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Κοίταζε τις φιγούρες που περνούσαν στο μονοπάτι μπροστά του, μήπως καμιά τού ήταν γνωστή, και πράγματι, ξαφνικά έσκυψε κλείνοντας τα μάτια όπως τα μικρά παιδιά, όταν θέλουν να κρυφτούν. ΄Ενας άντρας κάπως ατημέλητος, καβάλα σ’ ένα μαύρο άλογο, ανέβαινε αργά, καλυμμένος ολόκληρος με ένα καπότο από ορμπάτσε με φόδρα από σκαρλάτο.
Μες στης αυγής την όμορφη ροδόλαμψη, μέσα στα πρώτα κελαδήματα των πουλιών προτού ακόμα να φανή η μέρα και να πετάξη η νύχτα, μέσα στ' ατέλειωτα λαλήματα των κοκόρων του χωριού, τ' όμορφο και καλοκαμωμένο παλληκάρι, ευχαριστεί και σφίγγει δυνατά το γεροντικό χέρι του ψωμοδότη του, καβαλλικεύει στ' άλογό του ανόρεχτα, με τη ψυχή γεμάτη απόνα αίσθημα παράξενης λύπης, και παίρνει σκυφτό το δρόμο του.
— Φεύγα, σκύλλε του Σατανά! απάντησε ο Βασιληάς. Ο νάνος επήρε το άλογο κ' έφυγε. Είχε πη αλήθεια: ο Βασιληάς δεν περίμενε πολύ. Εκείνη τη νύχτα, καθαρό και ωραίο, έλαμπε το φεγγάρι. Κρυμμένος στα κλαδιά, ο Βασιληάς είδε τον ανηψιό του να πηδάη τους αιχμηρούς στύλους. Ο Τριστάνος ήλθε κάτω από το πεύκο και έρριξε στο νερό τα ξύλινα κομματάκια και τα κλαράκια.
Το τρεχαντήρι σε κάθε λιμάνι το έβαφε, το εστόλιζε, το επάστρευε, το εγλυκοκύταζε σαν καλός καβαλάρης το άλογο του· πολλές φορές άνοιγε κουβέντα μαζί του. Το παιδί κάθε βράδυ στα γόνατα το έπαιρνε, το εκύλαε, το εψηλαφούσε στα ξανθόσγουρα μαλλιά, το εφιλούσε παθητικά σαν ερωμένη. — Παιδί μου — Μπιούτη μου! ετρυφεροψιθύριζε.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Φεύγεις; γιατί εγώ ευθύς θα σε τσακίσω κεντώντας σ' από πίσω, σαν άλογο ζευγμένο απ' όξω απ' το ζυγό! ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ Τι είνε ν' αγαπά κανείς τα πράματα πούνε κακά! Θαρρώ πως γρήγορα θα βρη εκείνο που γυρεύει: ήθελε νανε ικανός ο γυιός του, ν' αγορεύη, κι' όλα τα δίκηα να νικά με εναντία γνώμη, λέγοντας και παμπόνηρα, μ' όσους βρεθή, ακόμη. ΣΚΗΝΗ ς'. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ναι, πατέρα.
ΠΕΤ. Έπειτα βασιλεύς, κατόπιν πτωχός, μετ' ολίγον σατράπης, έπειτα άλογο και καλλιακούδα και βάτραχος και χίλια δυο άλλα, τα οποία βαρύνομαι να σου αναφέρω.
Ακούς, αδερφέ, να πάρη δυο γυναίκες! μια άσχημη και μια ώμορφη, μια πλούσια και μια φτωχή. . . τόρα, σου λέει, είνε πάντα μέσα. . . — Πάντα έξω πες. . . διέκοψεν ο Αύγουστος, υψηλός κ' εύσωμος με βαθυκύανον, ως η ώριμος σταφίς, όψιν εγώ φοβάμαι μη την πάθη, 'σαν το άλογο που δεν ήξερε από ποιο γρασίδι να φάη κ' έσκασε νηστικό.
Και σήμερα σαν επερνούσε η συνοδεία σου απ' το κάστρο, η κλέφτρα η μάγισσα σκαρφάλωσε στα σίδερα της φυλακής, να ιδή τον βασιλέα που περνούσε. Το κρίμα της την έπνιξε στο λαιμό. Και σα σ' αγνάντεψε στο άλογό σου απάνω, ποιος ξέρει τι της ήρθε. Έβαλε στριγγή φωνή και κάτω από τα σίδερα σωριάστηκε στο χώμα. Ο νέος ο βασιλιάς τινάχθηκε σα λαβωμένο ζαρκάδι. — Σύνωρα, είπε, θέλω να την ιδώ!
ΠΕΤ. Μου φαίνεται, Μίκυλλε, ότι είσαι πολύ αμαθής και δεν εδιάβασες εις τα ποιήματα του Ομήρου ότι και του Αχιλλέως το άλογο Ξάνθος αφήκε το χρεμέτισμα και ήρχισε μέσα εις την μάχην ν' απαγγέλλη στίχους και όχι, όπως εγώ τώρα, λόγους πεζούς.
ΓΛΟΣΤ. Ω! Ας μου ήτο δυνατόν να σας συμφιλιώσω! ΛΗΡ Τι μου φουσκώνει την καρδιάν; Κάτω, καρδιά μου, κάτω! ΓΕΛΩΤ. Κράξε της καρδιάς σου, παππού, καθώς έκραζε η μαγείρισσα, όταν έβαζε τα χέλια ζωντανά μέσα εις την πίττα. Εκτυπούσε τα κεφάλια των με τον κόπανο και έκραζε « Κάτω, σιχαμένα, κάτω!» Ο αδελφός της ήτον, οπού από αγάπην διά το άλογό του, εβουτύρωνε το άχυρον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν