Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Εκεί είναι ο Mildred Tresham κι ο Ισπανός καλόγερος κιτρινισμένος από μίσος και χολή και ο Blougram κι ο Ben Ezra και ο επίσκοπος του St. Praxed. Ο τζουτζές του Setebos τραυλίζει στην κόγχη κι ο Sebald, ακούοντας την Pippa να περνά δίπλα, κυττάζει το άγριο πρόσωπο της Ottima και τη σιχαίνεται και σιχαίνεται τη δική του αμαρτία και τον εαυτό του.
Απ' τη μικρούλα πόρτα της Μονής, το λιβάνι, που οι καλόγεροι σκόρπισαν άφθονο στους νοτερούς θόλους της σπηλιάς, ξατμίζουνταν στην αυλή, κι η μυρουδιά του, περίχυνε τ' άγριο εκείνο στένωμα από απαλότη και γαλήνη.
Δεν ήτανε πεια δική του, ήτανε δική μου. Να τώρα που με τη σπλαχνική στοργή του ξύπνησε την τρυφερότητά μου κι' απόκτησε πάλι τη Βασίλισσα. Τη Βασίλισσα; Βασίλισσα ήτανε δίπλα του και τώρα εδώ στο δάσος ζη σαν σκλάβα. Τι έκαμα τα νειάτα της; Αντί των αιθουσών με τα πλούσια μεταξωτά, της δίνω αυτό το άγριο δάσος. Μια καλύβα. Και προς χάρι μου ακολουθεί αυτόν τον κακό δρόμο.
Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια Θέλω να στρώνω στοιβανιές κι' απάνου να πλαγιάζω, Ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι. Από ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βαλάνια, Θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι. Θέλω ν' ακούω τριγύρω μου πεύκα κι' οξιές να σκούζουν Θέλω να περπατώ 'γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια, Θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβιά να βλέπω.
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας· «Σκυλιά, σεις επιστεύετε πως δεν θα γύρω πλέον 35 από την Τροία, και άπονα μου τρώγετε το σπίτι, φιλούσετε αναγκαστικά ταις δούλαις, κ', ενώ ζούσα, άνομα της συντρόφου μου σεις γείνετε μνηστήρες, και ούτε θεοί, 'που κατοικούν τα ουράνια σας φοβίζαν, ούτε θνητών εκδίκησις μην έλθη αδικημένων· 40 τώρα το δίκτ' έχει απλωθή του ολέθρου ολόγυρά σας».
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• Όλα θα υπάγω να τα ειπώ του Τηλεμάχου, σκύλλα κακόγλωσση, για να 'λθη εδώ τετάρτια να σε κάμη».
Δεξιά, και ζερβά, ομπρός και 'πίσω και όσο βλέπει το 'μάτι εκτείνεται, θαρρείς ατελείωτη, μία βουνοσειρά απόκρημνη, με συχνές, απότομες, πολύσχημες παραλλαγές, γυμνή δε και σαν γλυμένη από της βροχές, με σπάνια, πού και πού αγριόχορτα, τα μόνα σημάδια της ζωής, μέσα εις εκείνη τη νέκρα, στην ακινησία την αιωνία, μέσα στον ασάλευτο εκείνον κόσμο, τον άγριο, οπού θαρρείς πως κάτι θέλει να σου πη, μα που κρατεί τα λόγια του κρυμμένα, βιβλίο μυστικό, γραμμένο σε άγνωστη, όχι ανθρώπινη γλώσσα.
Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως• 115 «αγώναις και άρματα, ω σκληρέ, πάλ' η καρδιά σου θέλει• δεν θα τραβιέσαι ουδ' έμπροσθεν θεών των αθανάτων; κ' εκείνη δεν είναι θνητή, κακόν αθάνατό 'ναι, άγριο, φρικτόν, αμάχητον• αντίστασιν δεν έχει καμμίαν• το καλήτερο να φύγης απ' εμπρός της. 120 ότι αν, ως αρματόνεσαι, κοντοσταθής 'ς τον βράχο, φοβούμαι μην ορμήση αυτή και πάλι σε προφθάση, και μ' όσαις έχει κεφαλαίς τόσους αρπάξη ανθρώπους• αλλά με βια τραβάτ' εμπρός, και κράξτε την Κραταίαν, οπού την Σκύλλα γέννησε, πληγήν εις τους ανθρώπους• 125 και αυτή να χυθή δεύτερα δεν θέλει την αφήση.
ΜΕΝΑΛΚΑΣ Η Αίτνα είν' η μητέρα μου, κ' εγώ για κατοικιά μου έχω μιαν ώμορφη σπηληά μέσα σε κούφιο βράχο· κ' έχω κι όσα στον ύπνο του βλέπει κανείς μονάχα, κ' έχω πολλά τα πρόβατα κ' έχω πολλές τις γίδες κ' έχω προβειές προσκέφαλο κ' έχω προβειές στα πόδια, μελένιες γαλατόπιττες σε ξύλα απάνω ψήνω και καίω στη βαρυχειμωνιά οξυάς ξερά κλωνάρια· και τόσο λογαριάζω εγώ τον άγριο το χειμώνα, όσο ο φαφούτης, τρώγοντας χυλό, ζητά καρύδια.
Αποτότε κ' ύστερα, καθετόσο ο παπάς, που επήγαινε να διαβάση στο κοιμητήρι, σαν εδιάβαινε από του Λίακα τον τάφο μπροστά, έβλεπε στην ίδια θέση πάντα, το ίδιο σκυλί, κατακόκινο, με τρίχα ορθή, φριγμένη, με μάτια κάρβουνα αναμένα. Τήραε τον παπά άγριο, άνοιγε το στόμα του να γρούξη, έδειχνε τα φοβερά του δόντια απειλητικά, και γένεται άνεμος κ' έσβυνε, γένεται μπουχός κ' εχάθη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν