Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος της είπεν Οδυσσέας· 70 «Με πάθος τόσο, απάνθρωπη, γιατί με κατατρέχεις; μη τάχ' ότ' είμαι ανάλειπτος και κακοενδυμένος, καιτο κοινό ψωμοζητώ, καθώς με βιάζ' η χρεία; αύτ' είν' η όψι των πτωχών των περιπλανωμένων. ότι κ' εγώ πανευτυχήςτον κόσμον ήμουν κ' είχα 75 πάμπλουτο σπίτι, και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη· και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν να καλοζούν οι άνθρωποι, και υπέρπλουτοι λογιούνται· αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησις του Δία. 80 όθεν και συ σκέψου, ω γυνή, μή ποτε χάσης όλην την λάμψιν, οπ' ανάμεσαταις δούλαις σε στολίζει, η δέσποινά σου αν σ' οργισθή και σε κακοποιήση, ή φθάσ', όπως ελπίζεται, ο θείος Οδυσσέας· κ' εάν εχάθη, ως λέγετε, και δεν θα φθάση πλέον, 85 ανάθρεψεν ο Απόλλωνας, ιδού, τον μονουιόν του Τηλέμαχον και αν ανομείτο σπίτι του καμμία των γυναικών, το βλέπει αυτός, και πλειά παιδί δεν είναι».

Τα ροδοκάλια της αυγής της δύσης η πορφύρα Μες την πανώριαν όψη της αδερφικά είχαν σμίξει. Τα χέρια της με της ποδιάς την άκρη άστοχα παίζαν Και μια της φτέρνα εσύντριφτε της γης εν' άγριο γιούλι. Καλότυχο χίλιες βολές της γης το λουλουδάκι Που ξεψυχάει παράκαιρα κάτου από τέτοια φτέρνα. — Μη γιατί κλαίω, γιατί βογγώ; της κρένει ο Λάμπρος πάλε.

Έν' απ' αυτά ψηλό, νευρωμένο κι άγριο άγριο, με μαλλί δασύ και σταχτερό σαν το θαμπό φως της αυγής, χύθηκε απάνω τους ίσα, ανοίγοντας τα σαγόνια του, πετώντας όξω κόκκινη φωτιά τη γλώσσα του και τα κοφτερά δόντια του. — Τι το φυλάτε, μωρέ, και δε το σκοτόνετε, φωνάζει, κ' ένας στρατιώτης σηκόνει τον κόπανο, του καταφέρνει μια και τ' ανοίγει σε δυο το κεφάλι.

Και τα πήρε ένα παράπονο, γιατί τώρα μετανοούσαν που το μαρτύρησαν στον βασιλιά. Τότε το κυπαρρίσι ρώτησε ένα συννεφάκι κόκκινο που περνούσε δίπλα του: — Μην είδες το βασιλόπουλο; Και το συννεφάκι του αποκρίθηκε: — Το είδα που περνούσε ένα άγριο ποτάμι. Και τα νερά του ποταμιύυ γινήκανε πιο κόκκινα από μένα. Και σαν επέρασε το ποτάμι, πήρε πάλι τα βράχια και τα γκρεμνά.

— Ο Γιαννίκας. — Με τα ψιμάρνια; — Ο Ζάγιαννας. — Με τα γαλάρια; — Ο Νάσης. — Με τα μηλιόρια; — Ο Θόδωρος. — Και με τα στέρφα; — Ο Χίτας. — Ο Δούκας πού είνε; — Για κλαρί. — Επήγε αργά; — Πολλιώρα. — Ζαβολαούδα! Εδιάλεξε κι' αυτός καιρόν απόψε Με τέτοιον άγριο δρόλαπα να νυχτοπαραδέρνη. — Δεν είνε και κακόγκρανος, έχει ψημένην σάρκα. — Απόψε ουδέ τα Παγανά, παιδιά μου, δεν προβαίνουν.

Πρώτα στους ώμους κρέμασε την κροσσωμένη ασπίδα, φριχτή, που κύκλωθε παντού την τριγυρίζει ο Φόβος, και μέσα η τόλμη, η Όχτρητα, και τ' άχαρο Κυνήγι, 740 μέσα κι' η κάρα του φριχτού τεράτου, της Γοργόνας, άγριο κεφάλι σκιαχτερό και του Διός σημάδι. Κι' η Ήρα με το καμοτσί γοργά βαράει τα ζώα.

Αυτή του όμως η ανυπομονησία και ο θυμός έκαναν να σκάη πριν φθάση στον σκοπό του και μανισμένο για τούτο, έστελνε τους αφρούς ολέθρια της λύσσας του δείγματα. Και άλλα μύρια εσπρόχνονταν ολόγυρα βιαστικά ποιο να χτυπήση πρώτο, ποιο να καταφέρη τη δυνατώτερη πληγή, διαλέγοντας το μέρος που θα σκαλώσουν απάνω, σαν ασκέρι άγριο πολιορκητών γύρω σε αντρειωμένο και άπαρτο κάστρο.

Μέσα στα άγριο πέλαγο μια εξεχώριζα ταρναριστή φωνή, τη φωνή του διαλαλητή· ένα εγνώριζα αίσθημα τον θαυμασμό των γερόντων μας· έναν πόθο την ευχή των · — Να λεβεντονιός για να γίνη άντρας μας! Με το χάραμα είδα κατάπλωρα συγνεφοσκεπασμένο το νησί μας. Τρία μίλια ηθέλαμε ακόμη. Μα τρία μίλια γερά. Τα μπράτσα ελύθηκαν όλη νύχτα επάνω στο κουπί, τα πρόσωπα εσούρωσαν τα μάτια εθόλωσαν.

Σ' ένα χώρισμα της βιβλιοθήκης αποπίσω σου είναι η &Θεία Κωμωδία& και ξέρω πως αν την ανοίξω σ' ένα ωρισμένο μέρος θα αισθανθώ έν' άγριο μίσος εναντίον κάποιου που ποτέ δεν με πείραξε ή μια λατρεία για κάποιον που ποτέ δεν θα ιδώ. Δεν υπάρχει κατάστασις πάθους που να μη μπορή η Τέχνη να μας τη δώση, κι όσοι από μας βρήκαν το μυστικό της μπορούν από πρώτα να ειπούν ποια θα είναι η πείρα των.

Στον ύπνο μου έβλεπα, μάννα μαννούλα μου, πως ήρθε ξένος άνθρωπος που με κύτταξεν άγρια πολύ κι' ύστερα μου φόρεσε στο λαιμό μια κόκκινη κορδέλλα. — Μόσκω Μοσκούλα, περίμενε να δώση ο ήλιος και θάρθ' η ξανθή κοπέλλα της κυράς να σου φέρη στην ποδιά της τ' άγριο τριφύλλι.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν