Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Ή μήπως της επόνεσε κ' εκείνης το δόντι γι' αυτόν και ηθέλησε να της τον πάρη;. . . Ω, τρομάρα της· το ψάρι θα της ψήσητα χείλη!. . . Κ' εκείνον τον Γιάννο τον αχάριστον, εις τον οποίον επρόσφερε τον παράδεισον και αυτός τον ηρνήθη, θα τον κάμη να το μετανοήση πικρά· θα υποκύψη εις τας επιθυμίας της για το πείσμα, για να σκάση ο διάβολος κ' έπειτα ξεύρει τι θα του κάμη!. . .

Πάει τρεχάτη νανάψη φωτιά, να γίνη θράκα· να ψήση το κρέας να φάη, να ξεφαντώση στην υγειά τ' Αργύρη της· να πορέψη και την άμοιρη φτωχολογιά, οπακαρτέραε το χρυσό της χεράκι. Φτάνει στο σπιτικό της η άμοιρη κι απιθώνει το σφαχτό. Παίρνει ένα μαχαίρι να σκίση το τομάρι. Σκίζει το τομάρι, τηράει· τι να ήδη! Τον Αργύρη της μέσα, λιανισμένον, κοψοκέφαλο...

Είτα παρήγγειλε τον καφέν του, και ειξεύρων ότι έπρεπε να περιμένη είκοσι λεπτά της ώρας εωσού κατορθώση να του τον ψήση ο γέρο-Ακούκατος, ο καφετζής, μετέβη χωλαίνων εις την αποβάθραν, όπου είχαν συναχθή άνδρες τινές και παιδία ξυπόλητα πολλά, όπως ίδωσι και θαυμάσωσι τους υποψηφίους. Την στιγμήν εκείνην απεβιβάζοντο εκ της λέμβου οι υποψήφιοι. Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έκραξε προς αυτούς·

Ο Παναγής τώρα τόλπιζε πως θα τον αφήση ο Καραθανάσης να παντρευτή, και του φανέρωσε πάλι μια μέρα τη λαχτάρα του. — Θα μου πης πως τον έχουμε πια τώρα τον Κωσταντάκη, του λέει ο Καραθανάσης, μ' ας κάμουμε άλλο ένα ταξίδι, και βλέπουμε. Πηγαίνει τότες ο Παναγής στη γριά την πεθερά του, και της λέει·Κατάλαβα· ο γέρος θέλει να με ψήση στη φωτιά πρώτα. Φιλώ λοιπόν το χέρι σου, και μισεύω.

Την νύκτα η γραία έρρεγχε, καθώς ο Ιωνάς εν καιρώ της τρικυμίας, και δεν εσηκώνετο να δώση το ιατρικόν εις την νύμφην της, ή να της ψήση τουλάχιστον έν θερμόν ποτόν. Τον υιόν της τον είχε πείσει ότι δεν ήτο ανάγκη να καλέση τον ιατρόν εις την οικίαν. «Οι γιατροί δεν ξέρουνε τι τους γίνεται, καλλίτερα τα καταφέρνουν η γυναίκες.

Το πρωί, ο Γκορνεβάλης πήρε από κάποιο δασοφύλακα το τόξο του και δυο καλοφτιαγμένα βέλη, και τάδωσε στον Τριστάνο, τον καλό τοξότη, που ξεπέταξε ένα ελάφι και το σκότωσε. Ο Γκορνεβάλης άναψε φωτιά από ξερά κλαδιά για να ψήση το κυνήγι. Ο Τριστάνος έκοψε φυλλώματα, έφτιασε μια καλύβα και τη σκέπασε με φύλλα.

Κ' εκείνος πάλιν τη διηγείτο εις ατελείωτον σειράν διηγήσεων τα μαρτύρια, τα οποία διήλθε τόσον μακράν της προσφιλούς του πατρίδος, έως ου κατορθώση να ίδη πράγμα τηλαυγές το όνειρόν του. Η εύμορφος Μαργαρώ έχουσα σουβλισμένα τεμάχια χοιρείου κρέατος κατεγίνετο να ψήση αυτά, συνεχώς περιστρέφουσα παρά τους καίοντας άνθρακας.

Κι απόμειναν οι τρεις μονάχοι- Της φώναξε αχνά της Λιόλιας η Βεργινία και της είπε να πάρη τα κλειδιά, να βγάλη λάδι απ’ το ντουλάπι της κουζίνας και να ψήση τα ψαράκια πούχε φέρει ο Νίκος αποβραδύς, να βράση το γάλα και ταυγά,. . Τα γλήγορα κι αλαφρά πατήματά της απηχήσανε στα σανίδια της κάμαρης κ' έξω στις πλάκες της αυλής.

Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο, την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις, απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν, και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95 εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε. και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη, και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος. ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης, κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100 και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι, ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης. η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105 έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία, απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον, που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν. κ' έφθασαντον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110 «Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσηςτην πατρίδα. και απ' όσ' έχωτο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω• κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115 είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην διαβάτηςτην επιστροφή• και συ να το' χης θέλω».

Γενομένου όμως τούτου, ενόησεν ο Αρκεσίλαος ότι αυτή ήτο η έννοια του χρησμού όταν η Πυθία τω είπε να μη ψήση τους αμφορείς τους οποίους ήθελεν εύρει εις την κάμινον. Απεμακρύνθη λοιπόν αυτοθελήτως, φοβούμενος τον θάνατον τον οποίον είχε προείπει ο χρησμός και νομίζων ότι περύρρυτον τόπον ενόει την Κυρήνην.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν