Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


ΤΡΙΝΚ. Μου φαίνεται σαν να εγνώριζα τούτη τη φωνή, σαν να ήταν του —, αλλ' εκείνος επνίγηκε, και τούτοι είναι διαόλοι! ω θεέ μου. ΣΤΕΦΑΝ. Τέσσερα πόδια, και δύο φωνές! Έν' αξιόλογο τέρας! τώρα η μπροστινή φωνή έχει να παινέση το φίλο του, και η πισινή θ' ασχημομιλήση και θα κατηγορήση. Ανίσως όλο το κρασί στο φλασκί μου μπορή να το γλυτώση, το κάνω.

Από πίσω τα σκυλιά ουρλιάζανε ακόμα, τον κυνηγούσανε με τις φωνές τους, ως που χάθηκε απ' τα μάτια τους. Ο Μιχαληός ο Μακαράς ξαναγύρισε στον καφενέ. — Κακός μπελλάς! είπε ξαναπαίρνοντας το σκαμνί του δίπλα στον Καπετάν Γιάννη τον Μελαχροινό. Κακός μπελλάς. Από τότε που τούστρηψεπέντε χρόνια πάνε τώραπες πως έχουνε λείψανο μες στο σπίτι του. Καθημερινό λείψανο.

Σαν είναι γιατρός κανένας, πάει να πη... ΥΠΗΡΕΤΗΣΓιατρέ, τρεχάτε. Γρήγορα. Γιατρέ . . . ΜΙΣΤΡΑΣΤι τρέχει πάλι; ... Ησυχία δε μ' αφίνετε. ΥΠΗΡΕΤΗΣΑυτή η κυρία, που βγήκε αποδώ, σκοτώθηκε στο πάρκο. Τρεχάτε, γιατρέ. ΦΩΝΕΣΤι τρέχει γιατρέ; Τι είναι; Καλέ δεν ακούτε; Η Λέλα σκοτώθηκε. Σκοτώθηκε μέσα στο πάρκο. Ω! δυστυχία! ΦΩΝΕΣΣκοτώθηκε! Σκοτώθηκε η Λέλα!

Μα και το παιδί δεν απόδειχνε καμμιά δυσαρέσκεια, μόνο που ήτον ιδρωμένο και ξεφυσούσε, γιατ' ήτον ο χορός, ο μάγος ο χορός που ξετύλιζε τη χοντρή ψυχούλα απ’ τα πάχητα και την έκανε συλφίδα. . . Αχ, τι χαρά που χει η ζωή!., μα τι λίγο που βαστάει! -γιατ' είναι μοναχά ο άμμος πάνω απ’ την πέτρα που τονέ σκορπάει ο αγέρας. . . -Τι έπαθες καλέ, φώναξε ο Ντίνος, βλέποντας το Νίκο έξαφνα να χάνεται- Εκείνην τη στιγμή χύθηκε μες τη σάλα μια παρέα μασκαράδες με φωνές, με χοροπηδήματα, με σκουντιές, με χαλασμό κόσμου : του Κουτρούλη το πανηγύρι έγινε εκεί μέσα.

Τις ακούγαμε από μακριά τις φωνές τους, και δίχως μήτε πόρτες να κλειδώνουν έφευγαν όλοι προς το βουνό. Εμείς όμως είχαμε και τάλλα δυο τα μικρά να κοιτάξουμε, κ' είπα της Φωτεινής να προσμείνη λιγάκι, να πάω να μιλήσω της γριάς στο καλύβι και να της πω να μη φοβάται.

Τσι προημερνές επήα να πω του Στρατή για τον Τερερέ πως φοβερίζει να με δέση κιώστε να μ' ακούση παίρνει φωτιά κιαρχινά τσι φωνές κ' έκανε σα λυσσασμένος· να φύγης απού το σπίτι μας, να μη ξαναμπής στο σπίτι μας και να σε μάθουνε κείνοι που σέχουνε να μιλής. Είπα του κεγώ πως δεν ξαναμπαίνω στο σπίτι τως ποτέ στον αιώνα μου κήφυγα.

Τότες αφίνει το νεκρό, και γύρναε στους δικούς του τηρώντας πίσω, θάλεγες λιοντάρι σαγωνάτο, π' από βουστάσι με φωνές το διώχνουν και με φράξα 110 χωριάτες και μαντρόσκυλα, και του θεριού στα στήθια βράζει η καρδιά του κι' άθελα οχ το μαντρί αλαργέβει· έτσι οχ τον Πάτροκλο έφεβγε κι' ο καστανός Μενέλας.

Εάν δε από τις φωνές και τα λόγια των εκείνα γίνεται καμμία ωφέλεια εις τον λαόν, δεν γνωρίζω. Αλλ' εάν πρέπει να είπω την αλήθειαν χωρίς να κρύψω τίποτεδιότι ως βλέπεις κατοικώ εις μέρος υψηλόνπολλάκις, έτυχε να ίδω πολλούς από αυτούς αργά το βράδυ... ΔΙΚ. Φθάνει, Παν. Δεν σου φαίνεται ότι ήρχισεν ο Ερμής να διαλαλή; ΠΑΝ. Α, βέβαια.

Η Ελπίδα είχε στα δεξιά της τον Αλαμάνο και σταριστερά το Δημητράκη. Ο Αριστόδημος κάθισε ανάμεσα στο γιο του Χαγάνου και στο Θεομίσητο. Τις άλλες θέσες τις είχαν ο Ζάρακας, ο Γλάμης, ο Περαχώρας, ο Γκενεβέζος, κι' άλλοι. Έξω στην ταράτσα και κάτω στην αυλή οι κολλήγοι ετρωγόπιναν και τραγουδούσαν παινέματα για τη νύφη και για τον γαμπρό. Κάθε τόσο έφταναν απάνω σαν ομοβροντία οι φωνές τους.

Ο εκκλησιάρης πήρε το φανάρι και τράβηξε μπροστά. Πίσω ο παπάς. Όταν φθάσανε στο σπίτι, ο γέρος ψυχομαχούσε. Πνιγμένες φωνές και κλάματα πετούσαν ολόγυρά του. Ο Παπα-Παρθένης εζύγωσε με φόβο. Το δισκοπότηρο έτρεμε στα χέρια του· μια στιγμή φοβήθηκε να μη το χύση. Αλλοίμονό του. Ο γέρος ήτανε πεσμένος σε βύθος, ανάσαινε βαρειά, ένα ρουχαλητό πνιγμένο γέμιζε την κάμαρη.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν