Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Οι χωριανοί ροβόλαγαν τον κατήφορο φορτωμένοι με τα θεόρατα μάρμαρα. Κατέβαιναν, κ' έτρεχαν κιόλας ποιος να πρωτοπεράση τον άλλονε, ποια να παραδιαβή την άλλη. Κ' έσκαγαν εκεί γέλοια και χαρούμενες φωνές. Μπροστά τα βιολιά πάντα κ' οι δημογέροντες κ' οι παπάδες, φορτωμένοι κι' αυτοί, και πίσω το πλήθος.
Εσήκωσε τη μαγκούρα και του την κατάφερε κατακέφαλα. Το κούτελο του γέμισε αίματα. Τον άρπαξε από το λαιμό. Σε λίγο οι δύο γέροι κυλιόντουσαν στο χώμα. Οι γυναίκες χαλούσαν τον κόσμο. Φωνές, κλάματα, ξεφωνητά, στριγγλιές, μαλλιοτραβήγματα. Μπήκαν και τους χωρίσανε. Ο Μαθιός σηκώθηκε, σκουπίζοντας το κούτελό του. Τα παιδιά του μάζεψαν τα γράμματα, που είχανε σκορπίσει στα χώματα.
Έ μ μ α. Βέβαια, γι' αυτό μας περιπαίζεις όταν διαβάζωμεν. Λ έ λ α. Μ' αυτά που διαβάζετε σεις όχι μόνο δεν αναπτύσσεσθε, παρά χαλάτε και τα μυαλά σας. Κατίγκω! Κατίγκω! Γωργάκη μου! Έφθασα, έφθασα! Λ έ λ α. Θα είναι για να τον βοηθήση να γδυθή. Έ μ μ α. Είναι ντροπή σου να κοροϊδεύης τον πατέρα. Λ έ λ α. Καλέ τ' είν' αυτά. Εγώ πονώ, λυπούμαι, δεν κοροϊδεύω. Ο λ γ ί ν α. Σς. Ακούω φωνές.
Εκείνες οι φωνές και τα τρεχάματα στο Γεφύρι, σαν το πρωτοπάτησα και ξεκινούσα με το Σιορ Φωτάκη κατά το Φανάρι.! Πού είνε η μάννα μου να τα δη όλ' αυτά, πού η αδερφή μου, οι αξαδέρφες, να τα δουν, και να λένε κατόπι και τελειωμό να μην έχ' η γλώσσα τους! Ως και τα δάκρια μου ήρθαν ανιστορώντας, το τι θα λέγανε να τάβλεπαν οι δικοί μου! Του Σιορ Φωτάκη όμως τίποτις δεν του ξεμυστηρεύουμουν.
Και πέφτουν μέσα βάρηχα, σαλαγοσπάει το ρέμα, οι οχτοί γύρω αντιβογγούν· και με φωνές οι Τρώες 10 κουβάρια μέσα εδώ κι' εκεί στους χόχλους κολυμπούσαν.
Ξέχασε πατέρα, μάνα Και τρελλά παραμιλλά — Χτύπα Γιάννη τη καμπάνα Για ναρχίση η λειτουργιά. Τάκουσαν μικροί μεγάλοι Και γελούνε χα, χα, χα, — Χτύπα, Γιάννη, τη καμπάνα Για ναρχίση η λειτουργιά! Χα! χα! χα! ΦΩΝΕΣ — Μπράβο, μπράβο! Μπιζ! Μπιζ! Ζήτω η χαρά! Εξ ονόματος όλης της συντροφιάς σας στεφανόνω. ΦΩΝΕΣ — Μπιζ, μπιζ. ΛΕΛΑ — Αδύνατο, αδύνατο. Σκάζω. Έχω δύσπνοια. Θέλω λίγον αέρα.
ΦΩΝΕΣ — Μπιζ, Μπιζ! Γενική απαίτησις. ΛΕΛΑ — Αδύνατο! ΑΝΘΥΠΟΛ. — Δεν μπορείτε ναρνηθήτε. ΛΕΛΑ — Έστω. Αλλά θα βγω να πάρω λίγον αέρα. Μούρχεται λιγοθυμία. ΑΝΘΥΠΟΛ. — Σας συνοδεύω. ΛΕΛΑ — Δεν θέλω κανένα μαζή μου. Ευχαριστώ. Πέντε λεπτά, σε πέντε λεπτά. Χ τ ύ π α Γ ι ά ν ν η τ η ν κ α μ π ά ν α Γ ι α ν α ρ χ ί σ η η λ ε ι τ ο υ ρ γ ι ά. Χ α! χ α! χ α! Οι παραπάνω, χωρίς τη Λέλα.
— Χαμήλωσε, του είπε, αφίνουσα την σαΐταν. Αλλ' ο Μανώλης έμεινεν όρθιος πλησίον του «αργαστηριού». — Δεν μπορώ, είπε με θλίψιν, γιατί αν αργήσω, θαρχίξη τσι φωνές ο Καρπάθιος κύστερα θα το πη και του κυρού μου. Και με την τελευταίαν λέξιν έφυγεν εκ του στήθους του στεναγμός. Δεν ήτο ζωή αυτή να δουλεύη του Θεού την ημέρα στον ήλιο, χωρίς μιας στιγμής ευκαιρίαν ... να την βλέπη.
ΓΙΑΓΙΑ Μα δεν ξέρεις, Αννούλα, δεν καταλαβαίνεις πως παιχνίδια τρελλά και πολλές φωνές δεν ταιριάζουνε σήμερα στο σπίτι μας; Αυτό θα πη πώς δεν έχεις αιστανθή με τα σωστά σου το κακό που βρήκε το σπίτι μας με το θάνατο της καημένης σου της μανούλας. Δεν έπρεπε να παίζω δεν έπρεπε να χαίρουμαι. Είμαι μια ανόητη.
Κι' ο κάμπος ξέχειλος στρατό χαλκολαμποκοπούσε 156 απ' άντρες κι' άλογα, κι' η γης κροκρότιζε απ' τα πόδια. Εκεί χοιμάει μες στων οχτρών τη μέση ο Αχιλέας 381 μ' αψές φωνές και με καρδιά αρματωμένη θάρρος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν