Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Και μακρινές φωνές αντηχούσαν μες στην ομίχλη σαν χλιμίντρισμα άγριων αλόγων που τρέχανε στον άνεμο. Ο Έφις πάντα φοβόταν μήπως τον αναγνωρίσουν παρόλο που ήταν ντυμένος με αστική φορεσιά και είχε γκρίζα και ανακατεμένα γένια σα να φορούσε μάσκα φτιαγμένη από γαϊδουρότριχες.

Και τόση ώρα. να μη μου το λες! Και να μην τονε διώχτης με τις φωνές σου, μόνο να του λες και για προξενειές! Αθεόφοβη, αθεόφοβη! και τι κακό θα μας έβρη αν τακούση κι ο κόσμος. Αρετ. Ήθελα, μάννα, μα δεν κοτούσα να τονε διώξω, γιατίνα, τονε σπλαχνίζουμουν. Τα λόγια του είταν άκακα, πονετικά· γιατί εγώ να του πικρομιλώ; Μα πάλι ούτε του γλυκομίλησα. Στη μάννα μου του είπα να πάη. Δέσπω.

Ο Μαλαματένιος έκαμε να σηκωθή από τη θέση του· μα τον πρόλαβε η Ελπίδα. Μ' ένα αντροπήδημα τινάχτηκε όξω κ' έβαλε ολόχαρες φωνές : — Μπα, καλώς τους! καλώς ήρθατε. Για τούτο λοιπόν σπάρναε σήμερα το μάτι μου; — Καλώς κοπιάζετε στο φτωχικό μας· είπε κι ο Μαλαματένιος, βγάζοντας το φέσι του· καλορροίζικο το κίνημά σας.

—«Ψωμί! απ το βασιλιά το καρτεράτε; τα χωράφια το δίνουν το ψωμί.» — «Τα χωράφια σεις λίγοι τα κρατάτε· όσα μας μείναν τάπνιξε η βροχή, τα' καψε ο λίβας· άλλο δεν καρπίζουν· πεινούμε· γύμνια δέρνει τα κορμιά», βραχνά, βαριά χίλιες φωνές βουίζουν. «Σκορπιστήτε! μη θέλετε με βια

Προσκυνούμε όμως τη Χάρη της, έκαμε το θάμμα της, κι απάνω που δρασκέλαγαν την οξόπορτα, πιάστηκε μιανού η καπότα απόνα πουρναράκι, του φεύγει το σακκούλι του, βροντούν τ' ασημικά, κυλάει το κατάχρυσο καντήλι της Χάρης της, απάνω που περνούσε κι ο Γιώργης, το παιδί, πούρχονταν να ποτίση τα μουλάρια. Βάνει τις φωνές, πετιώμαστε, τους πιάσαμε απάνου που τα μάζευαν.

Όλ' αυτά τα ηπειρωτικά πλήθια συνειθίζουν μια φορά κάθε χρόνο κατά τον Τρυγητή να ξυπνάν με τον ποδοβολητό και με τες φωνές τους από τον χιλιόχρονο ύπνο τους τους παλιούς αντίλαλους των σκόρπιων και θλιβερών χαλασμάτων της ερημωμένης Καστρίτσας. Τα παιδιά τα μικρά κ' η κοπέλλες έτρεχαν εδώ κ' εκεί, σαν πεταλούδες, κ' εμάζευαν χεριές χεριές τα χινοπωριάτικα τ' αγριολούλουδα.

Και μέσα στο χαλασμό, μέσα στις φλόγες και στα κατρακυλίσματα των τοίχων, άκουγες άγριες φωνές και φώναζαν από παντού, Νίκα, Νίκα! καθώς συνηθίζανε να φωνάζουνε στους αρματηλάτες όταν τρέχανε στο ιπποδρόμιο. Από κει λοιπόν ονομάστηκε το φοβερό αυτό κίνημα Στάση του Νίκα . Τέσσερεις μέρες βάσταξε το κακό εκείνο.

Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ' ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε»·. Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου, τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας!

Ευθύς που έδωσα τον λόγον μου του Φακύρη, πως θέλω κάμει καθώς αυτός επιθυμούσε, με έφερεν εις την Μπόστην, και εις την στράταν επεράσαμεν ευτυχισμένοι από φαγιά· διατί εις όποιον χωρίον και αν απερνούσαμεν ευθύς που ήκουαν τες φωνές του Φακύρη, έτρεχαν οι καλοί Μουσουλμάνοι, και μας εγέμιζαν από διάφορα φαγητά, και με τέτοιον τρόπον εφάσαμεν εις την Μπόστην.

Μα και με τις φωνές μας και με τη μάχη μας τη μεγάλη για την Ιδέα, φαίνεται πως έτυχε κάποτε να συνεπάρουμε και μερικούς, που το λέει να «ενθουσιάσουμε» ο κ. Σωτηριάδης.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν