Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
— Γαλάζιο, άσπρο, μαύρο, κόκκινο η βυσσινί; εψιθύρισε σα να ρωτούσε το άγαλμα. Μα τότε είδε το κέντημα κ' έβγαλε δυνατή φωνή. — Ποιος διάολος το κρέμασ' εδώ μέσα!.. Άπλωσε το χέρι του να το ξεκρεμάση. Η Ελπίδα που κύτταξε από την κλειδαρότρυπα, καθώς άκουσε τις φωνές ετοιμάστηκε να το βάλη στα πόδια. Μα η περιέργεια νίκησε το φόβο της και στάθηκε να ιδή.
Που πήγαν μια φορά στην εκκλησιά και πήραν το διάκο για τράγο, τ' άγιο βήμα για τσαγκαδομάντρα, τους ψαλμούς για τραγούδια, το θυμιατό για σιδεροσφεντόνα και τα κλωνιά του λιβανιού για γιδοκακαράντζες. Πώχασαν μέσα το Γώγο, σα σκώθηκαν να φύγουν, κ' έμπηξαν τες φωνές για να τον βρουν.
Θρυμματίζονταν θαρρείς από θλίψη και καϋμό που δεν τους άνοιγε. Μα ο Αριστόδημος έκαμε αηδίας και δυσπιστίας μορφασμό. Αυτό μας έλειπε! Ας τον χαίρετε τώρα η μαννούλα του. Πήγε βιαστικά και σφάλισε το παράθυρο του κήπου. Δεν ήθελε ν' ακούη φωνές. Τα γέλοια τον δυσαρεστούσαν η χαρά τον επείραξε. Πίστευε πως ο έξω κόσμος δεν κάνει άλλο παρά να ξελογιάζη τον άνθρωπο.
Οι λυγερές οι φωνές και τα γέλοια της γειτονιάς αντιλαλούσανε στον αέρα σαν πανηγύρι, οι ναύτες τραγουδούσανε στο λιμάνι, όλος ο κόσμος χαιρότανε. Είπα της μακαρίτισσας, ας πάρουμε την Αννούλα κι ας πάμε όξω και μεις. Να δούμε τη θάλασσα· να ρίξουμε δυο πέτρες μες στο γιαλό. Να κοιτάξουμε τα βουνά, να πάρουμε καθάρια αναπνοή. Έβαλε λοιπόν το σάλι της και βγήκαμε.
Ωστόσο θάλεγες πως αγροικούνταν από μέσα τους, πως είχανε μεγάλη κουβέντα, μια κουβέντα χωρίς λόγια, που δεν την έκοβαν ούτε τα τραγούδια, ούτε οι φωνές, ούτε τα χτυπήματα των ποτηριών που γέμιζαν την ταβέρνα. Στο τέλος της παράξενης αυτής κουβέντας ήσανε πάντα σύμφωνοι κ' οι δυο. — Έτσι που λες, Καπετάν Βαγγέλη. — Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Και τρακάριζαν τα ποτήρια. Η κουβέντα αυτή βάσταξε ώρες.
Ο γέρω Μαρούπας, ζωηρός επήγαινε από την μίαν άκρη της συντροφιάς στην άλλη κ' έκανε ταραχή για δέκα· εμιλούσ' εγελούσ' εφώναζε, θαρρείς το έκαν' επίτηδες· και η συντροφιά όμως δεν επήγαινε παρακάτω και ήταν ένα πανδαιμόνιο από φωνές, γέλοια, τραγούδια και σφυριματιές.
Μεγαλήτεροι του φίλοι είταν ο Όσιος, που από Μάγερας είχε καταντήσει «Κόμης των θείων Λαργιτιώνων», κι από κει πάλε «Μάγιστρος των Οφφικίων», κι ο Λέοντας, άλλοτες έμπορος μαλλιών, τώρα στρατιωτικός, και τόσο παχύς και μεγαλόκορμος που τον παρονόμαζαν Αίαντα, — Αίαντα όμως κορμί μονάχα, επειδή άλλο από φωνές, μεγάλα λόγια και καλοπάθια δε φαίνεται να κατείχε.
Οι δυο χαμένοι ταξιδιώτες ακούσανε κάποιες μικρές φωνές που μοιάζανε γυναικείες. Δεν ξέρανε, αν αυτές οι φωνές ήτανε χαράς ή πόνου· όμως πεταχτήκανε ορμητικά επάνω με την ανησυχία και τον τρόμο, που εμπνέουν όλα σ' έναν τόπο άγνωστο.
Ήταν ένα ωραίο, καθάριο πρωινό, γεμάτο ήχους. Ακούγονταν φωνές παιδιών και κουδουνίσματα κοπαδιών κάτω, χαμηλά, ανάμεσα στα βουρλοτόπια της πεδιάδας, και η φωνή του ποταμού δυνατή, όλο και πιο δυνατή, που λες και απειλούσε, αλλά στα αστεία.
Τότε ένας από τους κυνηγούς πλησιάζοντας εις εμέ και βλέποντάς με, πρώτον εφοβήθη και έμεινεν εκστατικός να ιδή τοιούτον άνθρωπον εις τοιαύτην κατάστασιν φορτωμένον δηλαδή με το κρέας εις την φωλεάν του αετού, και λαμβάνοντας ύστερα θάρρος, αντί να μ' ερωτήση τις ήμουν, ή πώς ευρέθην εκεί, άρχισε με φωνές υβριστικές και φοβερισμούς να μου λέγη, τι γυρεύεις εδώ; ήλθες να μου κλέψης το κυνήγι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν