Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Ο ντον Πρέντου έτρεξε να φωνάξει την ντόνα Έστερ. Θυμήθηκε τα λόγια της γριάς: «ο Τσουαναντόνι θα έρθει να σας κάνει σερενάτα» και ένα πονεμένο ουρλιαχτό βγήκε από τα χλωμά της χείλη: ήταν φωνές, βογγητά, θρήνος που ανακατεύονταν με τις νότες του ακορντεόν και με το τραγούδι του αγοριού, όπως το αγκομαχητό ενός λαβωμένου στο δάσος ανακατεμένο με τις τρίλιες ενός αηδονιού. Ξαφνικά όμως όλα έπαψαν.
Εκεί, ακούω από μερικές γυναίκες κάτι φωνές, που έλεγαν η μια με την άλλη· — Στην Εύρεσι!... είνε ώρα... πάμε στην Εύρεσι! — Η Περιστέρα... στην Εύρεσι... στην σπηλιά.
Και πήγανε μαζί χεροπιασμένοι στο πρυμναίο υπόφραγμα απ' όπου έρχονταν οι ήχοι μιας φυσαρμόνικας και εύθυμες φωνές. Είδε το υπόφραγμα να είχε μαλακώσει, να θερμάνθηκε και να γέμισεν από καλοσύνη. Από τη στιγμή που οι πρώτες νότες, μελένιες, κατευναστικές, απαλές, ξέφυγαν από τ' όργανο, οι δυνατές φωνές, οι διαπληκτισμοί και οι βρυσιές, είχανε σβύσει.
Καμμιά φορά πάμε να συλλογιστούμε ότι οι φωνές που ακούστηκαν εις τη χαραυγή της ποιήσεως ήταν απλούστερες, δροσερώτερες και φυσικώτερες παρά οι δικές μας κι ότι ο κόσμος, που έβλεπαν οι πρώτοι ποιηταί κι όπου περπατούσαν, είχε κάποιον ξέχωρο ποιητικό χαρακτήρα και μπορούσε δίχως καμμίαν αλλαγή να γίνη τραγούδι.
Ήταν ακόμη νωρίς∙ στον φωτεινό ουρανό του δειλινού ξεχώριζαν τα πρώτα αστέρια και πίσω από τον πυργίσκο του μπαλκονιού το λιόγερμα κοκκίνιζε σβήνοντας λίγο λίγο. Γαλήνη βασίλευε στο αυτοσχέδιο χωριό και οι νότες του ακορντεόν, οι φωνές και τα γέλια μέσα στις καλύβες των προσκυνητών έμοιαζε να έρχονται από μακριά.
Και τα παλάτια του Χαγάνου, που φωνάζει, ακόμη το αίμα των Ευμορφόπουλων, αυτός σώνει και καλά να τα ονοματίση δικά του. Φαντάσου λοιπόν αν τούδινε και τέτοιο πάτημα! Θα σήκωνε τον κόσμο στο ποδάρι με τις φωνές του; — Πού βρέθηκε απόγονος του Ευμορφόπουλου αυτός ο λωβιασμένος; Φυλαχτήτε λέω να μη σας πάρη με τα ψέμματα την ελεημοσύνη σας!» Και τότε τι θα γινότανε ο Αριστόδημος;
Φτάνουν έξω από τη σπηλιά, πιάνουν φιλονικεία. — Όχι εγώ θα 'μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια. τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται. Να τι θα ειπή παλιόκοσμος! Για να εύρουν την αθανασία ηύραν όλοι τον θάνατο εμπρός στην πηγή της. Το ναυτόπουλο καθώς είδεν αυτά πηδάει στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.
Ναι, διασκεδάστε, ερωτευτείτε. Γι’ αυτό είναι τα πανηγύρια και τα πανηγύρια περνάνε γρήγορα…… Καθισμένος στη σκιά του τοίχου άρχισε να φτιάχνει τη σούβλα. Οι γυναίκες γελούσανε γύρω του, ο Τζατσιντίνο όπως πάντα ήταν σιωπηλός και φαινόταν να προσέχει στον ήχο του ακορντεόν που γέμιζε με παράπονο και φωνές την αυλή.
Και όλος ο λαός καθημερινώς με φωνές αγαλλιάσεως εύχονταν την Χαλιμάν που αυτή με την φρόνησιν της εστάθη αρκετή να ελευθερώση από τον θάνατον τόσες ευγενικές και ανεύθυνες παρθένες. Και αφού έπαυσαν οι χαρές, έζησαν ο βασιλεύς Αϊδήν με την βασίλισσαν Χαλιμάν με μιαν παντοτεινή αγάπη και ομόνοια θαυμάσια όλον τον καιρόν, που εις ετούτην την πρόσκαιρον και φθαρτήν ζωήν έζησαν.
Τότε είχα τις φωνές και τα κλάματα, και κοντά εις αυτά είχα να πληρώσω ακόμη και την θεραπείαν, και από τότε αφίνω κάθε όπλον αγέμιστον. Ω φίλτατέ μου, τι είναι η πρόνοια; Δεν μπορεί κανείς να μάθη να διαφεύγη τον κίνδυνον!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν