Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Οι διάλογοι του αποτελούν άρτια εγκυκλοπαιδική διδασκαλία της αρχαίας σοφίας, κ’ έχουν τόση φυσικότητα, περιγραφή και χάρη, που μπορούν να χαρακτηρισθούν κι ως φιλοσοφικά δράματα. Φαίδων: Πρόκειται για υψηλή και βαθιά μελέτη περί ψυχής.

Νταν! Νταν! Νταν! Η Βγένα η καπετάνισσα ήτο οπού εσήμαινε με τόσην λαχτάρα την καμπανίτσα της Παναγίας της Λημνιάς, του καπετάν Βγενιού η σύζυγος, μια υψηλή και εύσωμος ανδρογυναίκα.

Και η γραία ευρίσκετο ακριβώς εν τω ορμητηρίω εκείνω των φοβερών πνευμάτων, των Σκαλικαντζάρων, οι οποίοι συγκεντρούμενοι οικογενειακώς μετά γερόντων, ανδρών, γυναικών και παιδίων διεσπείροντο εν οργάνοις, χοροίς και τυμπάνοις εις τας οικίας της πολίχνης, καταλαμβάνοντες εν τη υψηλή κυριαρχία των τας καπνοδόχους. Ήρχισε να ψιθυρίζη μέσα της το «Πιστεύω» και εξηκολούθει τον δρόμον της.

Μία ατελής ψυχή, βλέπουσα τι το καλόν, αλλ' αστοχούσα εν τη προσπαθεία του να το φθάση, τείνει να είνε σκληρά εις τας κρίσεις της περί των μικρών ελλείψεων των άλλων. Αλλά θεία και υψηλή ψυχήπάσα ψυχή ήτις εγγύτερον έφθασεν εις το μέτρον του αναστήματος του τελείου ανθρώπουλαμβάνει πλατυτέραν και γαληνιωτέραν άποψιν των μικρών εκείνων αδυναμιών τας οποίας δεν δύναται ή καθημερινώς να βλέπη.

Φαίδων είναι υψηλή και μεγάλη μελέτη περί ψυχής. Εν μέσω των μαθητών του ο Σωκράτης εις τας τελευταίας ώρας της ζωής του διδάσκει με ηρεμίαν και γαλήνην τον θείον προορισμόν του ανθρώπου και προσάγει, ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της μετά θάνατον ζωής.

Και η Βγένα η καπετάνισσα, υψηλή ως ήτο, το κατεβίβασεν ευκόλως με την χειρ της, και ήρχισε να σημαίνη εντρόμως και παλμικώς, σύμφωνα με τους τρομώδεις παλμούς της ταραχθείσης εκ του φόβου καρδίας της. Και συνάμα εψιθύριζε παραπονουμένη: — Του είπα του βλοημένου. Κάτσε καπετάν Βγενιέ. Δεν μ' αρέσει ο καιρός. Θα ποδίσης και θα υποφέρης. Κάτσε. Ο βλοημένος δεν μ' άκουσε.

ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Όχι κατ' ανάγκην, και καθόλου μάλιστα, αν παραδεχθή ότι κάθε τρόπος κριτικής στην πιο υψηλή ανάπτυξή του είναι απλώς μία διάθεση κι ότι ποτέ δεν είμεθα πιο αληθινοί στον εαυτό μας παρ' όταν είμεθα ασυνεπείς.

Οι βλάχοι με τας γυναίκας και τα παιδία των ίσταντο έτοιμοι, έκαστος έξω της καλύβης του οι χωρικοί από τα πέριξ χωρίδια είχον ανέλθει εις τα υψώματα, νέοι ακμάζοντες και ζωηροί, γέροντες λευκόμαλλοι, παιδία, γυναίκες νέαι και γραίαι, όλοι προσηλωμένους έχοντες τους οφθαλμούς προς το ανατολικόν μέρος του ορίζοντος, όπου εγνώριζον ότι εν μέσω του σκότους υψούτο υψηλή ράχη, επί της οποίας θ' ανεφαίνετο ο ιερεύς με την λαμπάδα εις χείρας κηρύσσων εις τους πιστούς την Ανάστασιν του Σωτήρος.

Και άμ' έφθασετον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα, και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασετην στάφνη, και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45 απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη, έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις, τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50 και ανέβηκετην υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα. κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο, με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο. εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55 και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου. και αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πορεύθηκετο μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις, ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξοτο χέρι εκράτει και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60 σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου. και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκατους μνηστήραις, 'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη, 'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65 και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι, δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'πουτο δώμα τούτο επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργείτα ξένα. 70 και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε. αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα· το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα. και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75 και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος, θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».

Τέλος εφόρεσε τα καλά της και ήλθε, φέρουσα την μαύρην μανδήλαν της χηρείας της, επιφυλαχθείσα να φορέση χρωματιστήν «πολίτικην» την στιγμήν μόνον που ήθελεν ασπασθή τα στέφανα. Ήλθε και η ανδραδέλφη της κ' εστάθη υψηλή, σιμά εις την τέμπλαν, άλλη τέμπλα έμψυχος αυτή, πλατεία, ακίνητος, στολισμένη ως νύμφη. Διότι η τέμπλα δεν είνε να λείψη από την αίθουσαν όπου θα τελεσθή ο γάμος.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν