Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Και παίρνει κι' ακουμπάει σταμνιά με μέλι και με λάδι 170 στο νεκροκράβατο. Έπειτα βαρβάτα τέσσερα άτια ρήχνει στενάζοντας βαριά μες στο σωρό των ξύλων. Εννιά 'χε ο βασιλιάς λαμπρούς του τραπεζιού του σκύλους· διο κι' από δάφτους έσφαξε.

Ήρθε με τα μάτια που δεν ανοίγανε στο φως, με τη μύτη πρισμένη, με το στόμα ένα γύρο κατακκόκκινο απ' τα κλάμματα, τριαντάφυλλο βυσσινύ ξεφυλλισμένο, με τα μαλλιά της μέσα στα μούτρα, απ' όπως ήτον πεσμένη με το κεφάλι στη γωνιά κάποιου τραπεζιού- Μάσ’ τα λουλούδια απ’ το κρεββάτι ! της είπε σε λιγάκι ο Νίκος . . . Τα μάζεψε η Λιόλια, αμίλητη, τα όμορφα λουλούδια της που τάχε κόψει με τόση χαρά και που τώρα κοίτοναν ξέψυχα κι αυτά σαν απάνω σ’ ένα νεκροκρέββατο . . . Μα κ' η Βεργινία δεν είπε λέξη κι ούτ' άνοιξε τα μάτια Πέτα τα όξω στην αυλή !-ξαναείπε ο Νίκος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αυτήν τη νύχτα κοιμόταν η Βεργινία βαθιά-γιατ’ είχε πάρει υπνωτικό αποβραδύς για πρώτη φορά.

Να σπάσω όλα μ' έρχεται του τραπεζιού τα πιάτα, μα πάλι λέγω μόνος μου: « Ω χέρι μου, σταμάτα, κι' ας λείψουν τέτοια χωρατάΈφαγα, δόξα τω θεώ, και τώρα ας φουμάρω, κι' ας έβγω τον αέρα μου 'στο Σύνταγμα να πάρω . . . Ω! Ω! τι κόσμος σοβαρός! Ο ένας κι' άλλος με γελά, κι' εγώ μ' αυτούς γελώ, ψέμματα όλοι μου πουλούν, και ψέμματα πουλώ, κι' έτσι διαβαίνει ο καιρός.

Αλήθεια, πιο μαλακό, πολύ πιο τρυφερό από το κρέας είταν το ξύλο του τραπεζιού. Κρασί έπινα ξύδι. Όταν έφυγα, πλέρωσα και δωμάτιον . Έτσι έγραφε ο λογαριασμός του ξενοδόχου. Ο ξενοδόχος εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβη γιατί δε θέλησα να πλαγιάσω στο δωμάτιον . Του φάνηκε πολύ παράξενο. Είναι, φαίνεται, συνηθισμένος· πιο παστρικό κρεββάτι, λέει, δεν υπάρχει.

Ψήκτραι δε και κτένια και ψαλίδια και τριχολαβίδες παρετάσσοντο ένθεν και ένθεν ως εύτακτος στρατιά επί της λευκής ως νεοστιβής χιών καλύπτρας του τραπεζίου.

Μπροστά του, πήλινη μικρή λυχνία τρεμοσβύνει. Πάνω από το τραπέζι, κρεμασμένα στον τοίχο από μεγάλα καρφιά, φορτίζονται ένας μακρύς μάτσος κρεμμύδια, μια ξερή προβιά λαγού, ένα καλάθι, ένα κλουβί με μια πέρδικα και στα τούβλα πάνω με μεγάλα άσπρα γράμματα από ασβεστόχρωμα διαβάζονται δύο λέξεις από της Ωδές του Ορατίου: ΑNGULUS RIDET Ένα πήλινο πιάτο στη γωνιά του τραπεζίου με μαρίδες.

Από τους άλλους λοιπόν κανένας δεν τα εγνώρισε· μα κάποιος Μεγακλής, που για τα γερατιά του ήτανε στην άκρη του τραπεζιού, καθώς τα είδε, τα γνώρισε και παραπολύ δυνατά εφώναξε: — Τι είν' αυτά, που βλέπω; τι μου γίνηκες κοριτσάκι μου; τάχατες κ' εσύ ζης; ή τα πήρε αυτά κανένας βοσκός που τα βρήκε κατά τύχη; Παρακαλώ σε, Διονυσιοφάνη, πες μου: από πού έχεις τα σημάδια; Μη ζηλέψης να βρω κ' εγώ την κόρη μου ύστερ' από το Δάφνη.

Ο Τζατσίντο έτρωγε καθισμένος στο χτιστό πάγκο που είχε διάφορες χρήσεις: τραπεζιού και κρεβατιού. Και εκείνος επίσης πίστευε πως ονειρευόταν. Μετά την ψυχρή υποδοχή που του έκανε η Νοέμι ένοιωσε εκείνο που πραγματικά ήταν, ξένος ανάμεσα σε κόσμο διαφορετικό από εκείνον.

Μια δυο φορές μάλιστα πήγανε να σφαγούν με τα μαχαίρια του τραπεζιού, αν δεν τύχαινε η μάννα τους να τους χωρίση. — Το σπίτι μου είνε ναός και δε θ' αφήσω να το πατήση το γουρνοτσάρουχο! επρόσθεσε τώρα, κυττάζοντας περήφανα τους σοφούς συντρόφους του.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν