United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε κ' εταράχθηκε μέσα η καρδιά του Ίρου• 75 αλλά τον ζώσαν στανικώς οι δούλοι και τον φέραν, 'που του 'τρεμαν ολόβολα τα μέλη από τον φόβο. ο Αντίνοος τον ωνείδισε και του 'πε• «Α! να μη ζούσες, α! να μην είχες γεννηθή, καμαρωτό βουβάλι, αφού τούτον τον άνθρωπον φοβείσαι και τρομάζεις, 80 'που οι χρόνοι τον εσύντριψαν και τούτ' η συμφορά του. αλλά θα σ' είπω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• αν τούτος ανδρειότερος φανή και σε νικήση, για την στερηά σε ρίχνω ευθύςολόμαυρο καράβι, 'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου, 85 μύτη και αυτιά μ' αλύπητο μαχαίρι να σου κόψη, και τα κρυφά σου ανάσπαστα να δώση ωμά των σκύλων».

ΠΡΟΣΠ. Παρατηρήσετε εκείνα που φορούνε, και ύστερα πέστε πόση τιμή έχουν απάνω τους αυτά τα υποκείμενα. Τούτος ο κακόμορφος κατέργαρος εγεννήθη από μία στρίγλα, και μία στρίγλα τόσο φοβερή, που εβίαζε το φεγγάρι, κ' εκυβερνούσε όπως ήθελε τα κύματα, ν' ανεβούν και να κατεβούν, δίχως τη δύναμή του.

«Τούτος είνε ο μέγας μονάρχης, ο ισχυρός και φοβερός Αυτοκράτωρ της Ινδίας· του οποίου το παλάτιον είναι σκεπασμένο με εκατό χιλιάδες ρουμπίνια, και έχει εις την εξουσίαν του είκοσι χιλιάδας χρυσάς κορώνας με πολύτιμα πετράδια· τούτος είνε ο πλέον πλούσιος και θαυμαστός Μονάρχης υπέρ πάντας τους βασιλείς της οικουμένης, απόγονος του Δαβίδ και του Σολομώντος».

ΑΝΤΩΝ. Στη φούρκα, σκυλί, στη φούρκα! ληστή, που άλλο δεν ξέρεις ειμή να κάνης αντάρες και να βρίζης· σκιαζόμασθε να πνιγούμε λιγώτερό σου. ΓΟΝΖ. Τούτος δεν πνίγεται, σας βεβαιώνω εγώ, και ας ήτουν το καράβι μας καρυδοτσέφλι κ' ευκολόπαρτο ωσάν καλοπέσουλη κόρη. ΠΛΩΡ. Ας βγούμ' όξω· απλώστε τα δυο χαμηλά πανιά, και πάλι στ' ανοικτά. ΝΑΥΤ. Όλα χαμένα! στα πατερμά μας! στα πατερμά μας! όλα χαμένα!

ΑΜΛΕΤΟΣ Την Πολωνίαν όλην αποβλέπει τούτος ο πόλεμος, ή μόνον κάποιο σύνορό της; ΛΟΧΑΓΟΣ Την αλήθειαν θα ειπώ· εκίνησε ο στρατός μας μόνον διά να κερδίση μιαν λουρίδα τόπον, οπού μόλις αξίζει, Κύριε, τ' όνομά της. Δεν την έπαιρνα εις πάκτο ουδέ δουκάτα πέντε, ουδέ πλειότερα θα λάβη αν την μισθώση ο Νορβηγός ή ο Πολωνός. ΑΜΛΕΤΟΣ Τότε βεβαίως ο Πολωνός δεν θέλει την υπερασπίση.

ΜΙΡ. Η ιστορία σου, αφέντη, θα έδινε την ακοή των κουφών. ΠΡΟΣΠ. Για ν' αφανίση την χώριση, που τον διέκρινε ακόμη από το υποκείμενο, που αυτός επαράσταινε, θέλει εξ ανάγκης να γενή αληθινός δούκας του Μιλάνου. Εμένα, του μαύρου, ήταν η βιβλιοθήκη μου αρκετή δουκαρχία! ΜΙΡ. Ω Ουρανέ! ΠΡΟΣΠ. Σημείωσε τη συμφωνία, και ό,τι ακολούθησε, και έπειτα λέγε μου αν τούτος ήταν αδελφός.

Άμα προετοίμασε την θυγατέρα όπως αρμόζει του σκοπού του, ο Πρόσπερος κράζει τον αέριον υπηρέτη του, τον Άριελ, και αφού πρώτα επληροφορήθηκε ότι τούτος εκτέλεσε πιστά τες διαταγές του, εις τρόπον ώστε η τρομερή τρικυμία, ενώ εχώρισε τους εχθρούς του από κάθε ανθρώπινη βοήθεια, τους έβγαλε όμως άβλαπτους εις το έρημο νησί, ετοιμάζεται να εξακολουθήση το έργον του, με το πνεύμα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Φανερό πράγμα· έργα καταχθόνια, δηλαδή κακούργημα. ΟΦΗΛΙΑ Τούτο το θέαμα, ως φαίνεται, προσημαίνει το θέμα του δράματος. Εισέρχεται ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΜΛΕΤΟΣ Τούτος θα μας πληροφορήση· οι ηθοποιοί δεν κρατούν μυστικό, θα τα ειπούν όλα. ΟΦΗΛΙΑ θα μας ειπή τι εδηλούσε εκείνο το θέαμα;

Η μούλα του δε μπόρεσε να βαστάξη 'ςτο συρμητό. Κόλωσε με μιας πίσω. Θέλησε τούτος με τα χτυπήματα να τη βάλη μπροστά. Κι αυτή, μέσ' το πείσμα της, πέταξε δυο τρεις κλοτσιές με τα δυο τα πισινά της, τον έρριξε τ' απίστομα 'ςτο σιάδι, κ' έφυγε μοναχή της τον κατήφορο κ' εχώθηκε 'ςτα κλαριά του λόγγου μέσα.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε, και τότε την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα 310 τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη. αλλ' άκουσ' ό,τι αλάθευτα προαισθάνεται η ψυχή μου· ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά, προβόδισμ' ούτε θαύρης, ότι οδηγοίτο σπίτι μας τέτοιοι δεν είναι πλέον, ως ο Οδυσσέας ικανός, αν ποτ' εζούσ', εφάνη, 315 να δέχωνται, να προβοδούν τους σεβασμίους ξένους. τώρα τον ξένον νίψετε, θεράπαιναις, και κλίνην στρώσετε με λαμπρότατα παπλώματα και χλαίναις, γλυκείαν να 'χη ανάπαυσιν ως 'που να λάμψ' η 'μέρα, και αύριο θα τον λούσετε και χρίσετε άμα φέξη, 320 όπως με τον Τηλέμαχοτην τράπεζαν καθίση, 'ς το μέγαρο· δεν θα χαρούν με τούτ' όσοι μνηστήρες τούτον λυπούν θανάσιμα, και ουδέτο εξής θα κάμουν τίποτ' απ' όσα βούλονται, και αν τρομερά θυμώσουν. και πώς συ, ξένε, ως προς εμέ θα μάθης αν των άλλων 325 των γυναικών ανώτερητον νου, 'ς την γνώσιν, είμαι, αν άλουστος, κακένδυτος, 'ς τα μέγαρα καθίσηςτην τράπεζα; και των θνητών η ημέραις είν ολίγαις. άρ' όποιος δείχνετ' άπονος και άπονην γνώμην έχει, οι άνθρωποι όλοι, ενόσω ζη, κακά του καταριώνται, 330 και απεθαμένον φοβερά τον ονειδίζουν όλοι· αλλ' όποιος δείχνετ' άψεγος και άψεγην γνώμην έχει, την δόξαν του 'τα πέρατα της γης οι ξένοι απλόνουν, και μύρι' ανθρώπων στόματα καλόν τον ονομάζουν».