Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Ό,τι κάμανε να γυρίσουν πίσω με το κυνήγι τους, και να σου ένας τσομπάνης έρχεται τρεχάτος κοντά του και τους λέει πως τοιμάζεται να ξεκινήση κατά την Αθήνα μεγάλο ασκέρι από το Μωριά, να τους κυριέψη τη χώρα. Οι συντρόφοι του Βασιλιά τρομάζουνε, ρίχνουν το κυνήγι τους χάμω, και μαζεύουνται γύρω του, να τονε ρωτήξουν τι πρέπει να κάμουν.

Ήθελε να νικήση και τον Κοντοπάνη και τον Δήμαρχο που τούκανε τον εχθρό. Ζήτημα, βλέπετε, φιλοτιμίας! Ύστερ' απ' αυτά, απόλυσε τον Σερέτη και έμεινε μονάχος. Είπε στον υποταχτικό του, το μικρό Αμβρόσιο, ξανθόμαλλο, παχουλό και αφράτο παιδί, πως θα κοιμηθή και να μην τονε ταράξη κανένας και μόνο σαν έλθη το Βαγγελάκι, ο γυιός του Μανάρα του χωρικού να τον ξυπνήση χωρίς άλλο.

Κι ο Δάφνης δε μπορούσε νάχη παράπονο για τα λεγούμενα. Επειδή όμως έμενε πολύ πίσω από όσους εζητούσαν τη Χλόη, έκανε το συνηθισμένο στους φτωχούς αγαπητικούς: Έκλαψε και παρακαλούσε πάλι τις Νύμφες να τόνε βοηθήσουν.

Συλλογίσου τα λόγια μου και θα δης πως έχω δίκιο. — Καλά το 'πα 'γώ πως εβάρθηκες να με σκάσης απόψε, είπεν η Μαργή και με θυελλώδη ορμήν ερρίφθη εις μίαν γωνίαν, όπου, λαβούσα στάσιν Νιόβης, ήρχισεν εκ νέου να κλαίη. Η μητρική καρδία της χήρας συνεκινήθη. — Μα, θυγατέρα μου, δε σου 'πα δα και άρον άρον να τόνε πάρης!

Κι' όπως λιοντάρι π' απαντάει ατσόπανα κοπάδια, 485 πρόβατα ή γίδια, αιμόδιψο τους ρήχνεται στη μέση, έτσι έπεσε και του Τυδιά ο γιος απάς στους Θράκες ως πούφαγε άντρες δώδεκα, ενώ ο σοφός Δυσσέας, όπιον ζυγώνοντας σιμά μαχαίρωνε ο Διομήδης, πίσω του αφτός τον έπιανε απ' το ποδάρι, κι' όξω 490 τόνε τραβούσε, τι ήθελε τ' ασπροτριχάτα ζώα με δίχως κόπο να διαβούν, κι' όχι κορμιά πατώντας να φοβηθούν· τι από νεκρούς δεν ήξεραν ακόμα.

Μωρή, έλα στο νου σου, και στοχάσου πως όποια θα τόνε 'πάρη το Μανώλη της κλώθει η μοίρα της με το χρυσό σφεντύλι. Καλλίτερο δεν θα βρης σ' ό,τι κι' άνε πης. Η καλή γνώμη στον άντρα είνε το καλλίτερο πράμμα. Ποτέ δε θα σου χαλάση το χατήρι σου. Και θάχης άντρα να τόνε χαίρεσαι, να γεμίζη το σπίτι όντε θα μπαίνη και να τρέμη η γης στο πάτημά του.

Του Ένα ! του Τρία ! του Πέντ'! του Ιφτά ! ούλοι όξου! Να βγάν'τε και τα πιάτσ'κα σας ουρέ! Να διούμε πάλι τι χαλιέβτε στα σκουτάδια! Άνοιγαν τις πόρτες διάπλατες μέσαθε αφτοί κ' επηδούσαν μες από τις βρώμες τους, διψώντες καθαρόν αέρα και πού να τόνε βρουν.

Γι' αυτό Δημήτριο τον ονομάτισα. Κι' ήτον χαδιάρικο και πάντα πεταχτό. Σεις με καταλαβαίνετε, μαννάδες. Όλες τότε της Θεσσαλονίκης με ζήλευαν η κυράδες. Τονέ πρωτοπερπάτησα Εγώ από το χέρι κι' η χαρά μου ήτανε μεγάλη, όταν πάλι τον είδα σαν μικρούλι κατσικάκι, το μικρό μου αγοράκι, στην αγκαλιά μου να πηδά. Κι' ήταν σαν κούκλα τόσο δα, άσπρο και σγουρομάλικο, το κανακάρικο.

Απάνω σε κείνον το χρόνο απέθανε κι ο Κλαύδιος, και τονέ διαδέχτηκε ο Αυρηλιανός, και τούτον πάλε στα 275 ο Πρόβας. Κι αυτοί οι δύο τους πολέμησαν τους βαρβάρους και τους έβαλαν όρους κάμποσο ταπεινωτικούς.

Στο στεφάνωμα να παρασταθή δεν το κατάφερε· ας μαζέψη λοιπόν όσα κάτια του μνήσκανε κι ας σηκωθή ναλλάξη τα στεφάνια κι ο ίδιος. Μουρμούριζε την αποθυμιά του. Τη σεβάστηκαν την αποθυμιά ξανάθεσαν τα στεφάνια στο γαμπρό και στη νύφη, τονε σήκωσαν το γέρο στα πόδια του. Έκαμε δύναμη κι άπλωσε τα κοκκαλιασμένα του χέρια ο γέρος. Τάλλαξε τα στεφάνια. Δάκρυζε ο κόσμος τριγύρω.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν