Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Θανάση!... Παραδόσου... Επέσανε οι συντρόφοι σου... Δε σώμεινε κανένας. — Θα παραδώσω την ψυχή, τ' άρματα δεν τα δίνω. Αν δεν το ξέρης, μάθε το... Ποιος είσαι;.. τη φωνή σου... — Θανάση, είμ' ο διαλαλητής... — Προδότη, αφωρεσμένε!... Μη μου πατής τα μνήματα... Ακόμα ζης εμπρός μου;... Χιλιάδαις τόνε σέρνουνε.

Τώρα έγινε ο Σβεν σωστό αγόρι, είπε ο μπαμπάς. Και με το πιστοποιητικό αυτό του αρρενωπού του έτρεξε ο Σβεν να τονέ δούνε τα μεγάλα αδέρφια και να τον τονέ θαυμάση η Μάρθα. Το καλοκαίρι, που άρχισε σε μια τόσο γελαστή τοποθεσία, έπρεπε να συνεχιστή στα δυτικά ακρογιάλια κι ο λόγος είτανε πως με τραβούσε κει μια επιθυμία δυνατότερη παρότι μπορώ να την περιγράψω.

«Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση, και πες του πως τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι». Έτσ' είπαμε' κ' επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι, κ' εγώ μόλις τον ένοιωσα κ' εγώ μόλις τον είδα να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,

Για να πούμε την αλήθεια, όλα τα φταίει ο χαραχτήρας του ο αδύνατος, ο νερουλιασμένος που τονε κάνει να παραδέρνη εδώ κ' εκεί, πότε δεξιά, πότε ζερβά, σαν ατιμόνευτο καράβι, σαν ανεμόμυλος, που είπεν ο γέρω-Μήτρος χωρίς να ξέρη τι πρέπει να κάμη.

Καταχωνιάζουνταν το λοιπό στον κατακλυσμό κι ο Ελληνισμός, κ' έλεγες πνιγότανε μέσα στα βαρβαρικά κύματά του. Κι ως τόσο, ας το πούμε θάμα και τούτο, — αυτός που ως την ώρα μήτ' ο ίδιος δε σήκωσε χέρι να διαφεντέψη το είναι του, μήτ' από ξένον προστάτη άλλη βοήθεια δεν έλαβε παρά χάδια και καλοπιάσματα, πρόβαλαν άξαφνα τώρα δυο πρωτοφανέρωτες δύναμες και τονέ γλύτωσαν, και μάλιστα τονέ δόξασαν.

Κ' η Χλόη άμα τάμαθε, βρισκότανε σε μεγάλη λύπη και τόκρυβε από το Δάφνη για πολύν καιρό, επειδή δεν ήθελε να τόνε λυπήση.

Κι αν δεν τόγραφε δάσκαλος, εκείνος τόκρινε, το στεφάνωνε ή ταφόριζε. Ιστορία; Δάσκαλος, ή δασκάλου κοπέλλι κι αυτή. Παραμύθι ή δράμα; Πάλι αυτός μας το σκάρωνε και το δράμα και το παραμύθι. &Ένας& τους μονάχα έτυχε νάχη μέσα του ρωμιοσύνη και τέχνη αληθινή, και πήγανε να τονε φάνε. Άρον μάρον τον ξορίσανε στο νησί του. Όλο το Έθνος στον ώμο τους το πήραν.

Ύστερα, λέει, κατέβηκε κι ο Πανάγος στο καπελιό, λέει, και του πάτησε ένα βρισίδι, λέει, του Σταμάτη μου που αποκότησε και τονε συχάρηκε, που δε μεταγίνεται, λέει.

Και σ ε ι ς βέβαια δεν τον ε δ ι α λ έ ξ α τ ε το Γύφτο, αλλά τονέ ν ο ι ώ σ α τ ε κατάβαθα, και μόνος απ' όλα τα άλλα έθνη σάς συντάραξε και σας μίλησε στην ψυχή. Κι από μέσα από τους Γύφτους εφτειάσατε, εντείνοντας, δυναμώνοντας κάθε Γύφτικια χορδή, εφτειάσατε ένα Γύφτο ξεχωριστό, μεγαλήτερο, ωραιότερο, δυνατώτεροκαι στο στόμα του βάλατε την ελληνική, τη νεοελληνική, τη βαθύτατη ψυχή σας.

« Η φήμητην Κυβέρνησι » Αναστατώσεις κάμει. » Μου πέρνουνε τη στρατηγιά, » Με κάμνουν εξωμότη . . . » Αλλά! . . . και πάλι μ' έβαλαν «'Σ τη θέσι μου την πρώτη, » Όταντα όρη η Τουρκιά » Φάνηκε του Βαϊράμη.» «'Σταίς Θερμοπύλαις πέταξα, «'Στό δρόμο τόνε πιάνω, » Και του σκορπίζω το στρατό. » Και τον αναστατόνω. » Ω, . . . τότετην Αθήνα μας » Νέους εχθρούς σηκόνω » Απάνω μου.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν