Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Και πού να με τρομάξη, που άλλη ελπίδα δεν έχω! Ψεύτικη ελπίδα κι αυτή! Αν είτανε βλαστάρι τρυφερό η ζωή μου, ένας του ανασασμός θα με μάραινε, μια του δρεπανιά θα με θέριζε. Τον παρακαλείς το Χάρο, και δε σε παίρνει. Τονέ φοβάσαι, σαΐτα γίνεται και σε προφταίνει. Να τα τα τρία καντήλια, να το το τρίδιπλο μνήμα. Να το το χώμα που τα μαυροτρώει τα σπλάχνα μου!

Άμα έχασε αυτός τους βοηθούς του, ξεκίνησε κατά την κάτω Μοισία, μάζεψε καινούργιο βαρβαρικό στρατό, κι άρχισε πάλε τον πόλεμο. Σε μια του νίκη έβαλε τον αυτοκρατορικό στρατηγό σε κλουβί και τονέ γύριζε. Σε άλλη ακόμα μεγαλήτερη μάχη του, κοντά στην Οδησσό της Θράκης, έπεσαν ως εξήντα χιλιάδες δικοί μας.

Περιωρίσθη λοιπόν να είπη: — Η Πηγή είνε καλή κοπελλιά δε λέω όχι· μα το χωριό έχει άλλες εκατό φορές καλλίτερες. — Καλή κακή αυτή θα πάρη, είπεν ο Σαϊτονικολής εντόνως. Εγώ το λόγο μου δεν τόνε δίδω δυο φορές. Η Πηγή μαρέσει μένα και ταρεσκούμενο ταθρώπου το καλλίτερο του κόσμου. — Μα να δούμε είντα λέει κι ο Μανώλης. Σαρέσει του λόγου σου, μα ταρέσει κιαυτουνού που θα τήνε πάρη;

Τότες στο Φοίβο γύρισε κι' είπε ο μεγάλος Δίας «Φοίβε μου γιε μου, πήγαινε το Σαρπηδό να βγάλεις αλάργα τώρα απ' τις ρηξές, και πάρε οχ το ποτάμι αγνό νερό και πλύνε του τις ματωμένες σάρκες, άλειψ' τον λάδι αθάνατο κι' άλιωτα βάλ' του ρούχα. 670 Και στείλε διο οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν, το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο θάν τόνε παν ως στης Λυκιάς μες στα χωριά τα πλούσια, κι' εκεί ξαδέρφοι κι' αδερφοί με μνήμα και με στήλη θάν τον στολίσουν· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νεκρώνε675

Βράζοντας ο λαός από μίσος με τα όσα έπαθε, πηγαίνει κατόπι και σπάνει τις θύρες της φυλακής, τονέ θανατώνει, φορτώνει το κορμί του σε καμήλα και το ρίχτει στη θάλασσα. Χολόσκασε ο Ιουλιανός σαν τάκουσε όλ' αυτά.

Κι' εκείνος τότες ξαναρχής γυρνάει στον Αγαμέμνο με τις βλαστήμιες, κι' ο θυμός δεν τόνε παραιτούσε «Α κρασοζάλιστο κορμί που σκύλας έχεις μάτια, 225 μα τ' αλαφιού καρδιά! ποτές δε σου βαστάει εσένα να βγεις μαζί με το στρατό τους Τρώες να χτυπήσεις, ή μετά μάς τους αρχηγούς σαν πάμε σε καρτέρι· χάρος αφτό σου φαίνεται στο νου σου και λαχτάρα.

Πρώτο θύμα πέφτει ο Μαξιμίνος, που απάνω στην απουσία του Λικινίου έκαμε όρεξη ναρπάξη αυτός την Ανατολή, με σκοπό να κάμη το ίδιο κατόπι και στη Δύση. Χτυπάει λοιπόν το Βυζάντιο και το κυριεύει. Προφταίνει όμως ο Λικίνιος από τα Βορειοδυτικά, ανταμώνει τον Μαξιμίνο στην Αδριανούπολη και τονέ σπάνει.

Ψωμί μαύρο και όσπρια νερόβραστα βρίσκει και αλλού και τον Άνθιμο παντού τον παρακαλούνε, γιατί ξέρει και τέχνη, είνε παπουτζής, δεν είνε κηφήνας να κάθεται αργός· είναι άνθρωπος χρήσιμος. Δεν του χρειάζουνται και πολλά να ζήση και η υπόσχεσες του 'γουμένου δεν τονε δελεάζουν, ο θεομπαίχτης αυτός ας τρώγη κι' ας παχαίνη μονάχος του.

Κάτι πρέπει νάκουσε σα μιλούσα μόνος μου, είπα. Έκαμνα τον ανήξερο ως τόσο. Ήρθε κοντά μου, κι ακκούμπησε στο κάγκελλο. — Όλοι κοιμούνται, μου λέει σιγά σιγά. Εγώ δε νύσταζα, και δεν πλάγιασα. Ανέβηκα να δω τι κάνεις. Ελπίζω να μη σε κακοκάρδισε ο πατέρας. Τον ξέρεις, και μην τονε συνοριστής. Να σου πω γιατί ήρθα. Θέλω μια χάρη. Θέλω να μου το γράψης αυτό το τραγούδι που άρχισες κάτω.

Φαινότανε τόσο ανόρεχτος, ώστε η μαμά τον πήρε στην αγκαλιά της και τονέ χάδεψε και θύμωσε με τον ηλικιωμένον κύριο, που δεν ένοιωσε πως ο μικρός καθόταν εκεί λυπημένος γιατί ο κόσμος δε νιαζότανε πως ένα μικρό παιδάκι είναι χαρούμενο. Ο Σβεν δε μιλούσε άμα βγήκε στο δρόμο· έπειτα όμως είπε ψιθυριστά, σα να είχε φόβο μην τον ακούση κανείς: — Αυτός δεν είτανε βέβαια ευγενής κύριος.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν