Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


ΜΑΚΒΕΘ Προς τι 'σάν τον ανόητον εκείνον τον Ρωμαίοντο ιδικόν μου το σπαθί επάνω ν' αποθάνω; Ενόσω βλέπω ζωντανούς, καλλίτερ' ας πληγόνω ξένα κορμιά! ΜΑΚΔΩΦ Γύρνα εδώ, γύρνα, σκυλί του Άδου! ΜΑΚΒΕΘ Εσέν' απ' όλους μεταξύ σ' απέφευγα. Τραβήξου! Μου φθάνει όσον αίμα σου βαρύνει την ψυχήν μου. ΜΑΚΔΩΦ Δεν έχω λόγια! Το σπαθί είν' η φωνή μου.

Το ηύρα το ηύρα!... Και εθώπευε τον κύνα. — Ω διάβολε, και φαίνεσαι, είσαι καλοθρεμμένο σκυλί. Έπρεπε να το καταλάβω. Ναι, ναι. Φαίνεσαι όπου ζης από μοναστηριακά κομμάτια. Και μάλιστα από καλόγρηαις! Και τι καλόγρηαις! Ο Θευδάς εστέναξε. Την αυτήν στιγμήν ηκούσθη βήμα όπισθεν των θάμνων και φύσημα ανθρώπου ερχομένου εκ μακράς οδοιπορίας, κεκμηκότος.

Ο μικρός ο Λεωνίδας, πούχε ακούσει τα μισά της λόγια, γύρισε και κύτταξε τον πατέρα του. — Δε μου λες, πατέρα, τρελλάθηκε η θειά η Ταρσίτσα; Ο παπάς κούνησε το κεφάλι του: — Ή τώρα τρελλάθηκε, παιδί μου, ή τώρα βρήκε τα λογικά της. «Άδηλα και κρύφια» τα μέσα του ανθρώπου... «Μ' έφαε το σκυλί

Δεν ακούς, Μοσχαδώ; Εγώ είμαι. Άνοιξε. Τίποτε. Κανένας δεν αποκρίθηκε. — Βρε, κουφαθήκανε σήμερα! Άνοιξε, σου λέω. Ένα σκυλί ξαφνιασμένο μες στο σκοτάδι άρχισε να γαυγίζη από μέσα, ξύνοντας την πόρτα με τα νύχια του. Γαύγιζε αγριεμμένο, έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ! — Σκασμός, βρε Μπραήμη! Εγώ είμαι. Δε με κατάλαβες; Το σκυλί, με το ξένο όνομα, λύσσαξε περισσότερο.

Το κε- φάλι σου είναι γεμάτον μαλώματα, όσον είναι το αυ- γόν γεμάτον κροκάδι· αλλά έγεινε και ωσάν κλούβιον αυγόν από τα πολλά μαλοκοπήματα. — Εμάλωσες μ' ένα οπού έβηχεν εις τον δρόμον, διότι σου εξύπνησε το σκυλί σου, ενώ ήτο κοιμισμένον εις τον ήλιον.

Καθώς περνούσε το στενό δρομαλάκι, που έβγαζε στην εκκλησία, γλυστρώντας απάνω στανηφορικό καλντερίμι, τινάχθηκε ξαφνιασμένος, σαν να ξύπνησε από όνειρο. Έσφιξε με τα δάχτυλά του το Δισκοπότηρο, μην του πέση απ' τα χέρια. — Καταραμένο ζωντανό! Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά! Ένα σκυλί, ξαπλωμένο στο κατώφλι μιας θύρας, ξαφνιάσθηκε απ' το παράξενο πέρασμα του μαύρου ράσου μέσα στο σκοτάδι.

Πίσω μου, διάολε!... έλεγε ο μαυροκαπετάνιος. — Μωρέ το κεφάλι μου κόβω, πως δεν είνε πουλί αυτός ο πειρασμός· είπε μια στιγμή ο Μπαρμπατρίμης· πιάσε, λέω, την τσάγκρα με το ζερβί να μη στην πάρη... Δεν ακούς μια ώρα τόρα το σκυλί πώς γρινιάζει!

Μοναχά μέσα στους ανθρώπους μπορεί να βρεθή κανένας αληθινά έρημος, συλλογιζότανε. Τέτοια μοναξιά μπορεί να σου φέρη τρέλλα! Μακρυά απ' τους ανθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τον σύντροφό του. Και τάχα μοναχά οι ανθρώποι είνε σύντροφοί μας; Ένα ζωντανό, ένα σκυλί, ένα γατί, ένα πετούμενο είνε κάποιες φορές καλύτεροι συντρόφοι απ' τους ανθρώπους.

Δε μούπες πως τους έκοψαν!... Νάχωμε την ευχή τους... Κύτταξε, Μήτρε, το σκυλί, για να μας φοβερίση, Τώρα τα πέταξετη γη και τα ποδοκυλάει... Τα πήρε παραμάσχαλα... Επρόβαλ' ένας άλλος... Αναίβηκετο ψήλωμα.... Διαλαλητής... Τί θέλει;... — Θανάση Διάκε;... Εισ' αυτού;... — Εδώμαι.... Ποιος με κράζει; — Ο αφέντης ο Ομέρπασας... — Στη γη δεν έχω αφέντη.

Σκυλί σου είμαι, γαττί σου είμαι, αφέντη, μη μου παίρνης το κορίτσι μου. Ειδεχθώς κωμική ήτο η σκηνή αύτη της γονυκλισίας και των ικεσιών του Γύφτου. Οι παρεστώτες δεν ηδύναντο ουδέ να γελάσωσιν, ησθάνοντο δε οίκτον και αποστροφήν. Ο αρχηγός έμεινεν άκαμπτος και δεν απήντησεν εις τας τελευταίας ικευτικάς λέξεις.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν