United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος πρώτος ο Δημήτρης ο Σκοπελίτης, αξιώτερος και πλέον χεροδύναμος της συντροφιάς, δίνει ένα φάσκελο της τρόμπας και βρίζοντάς την, τρέχει και ξαπλώνεται τ' ανάσκελα στο κατάστρωμα. — Μωρέ, σκυλί! του φωνάζει ο καπετάν Μπισμάνης, — τι κάνεις; — Δεν μπορώ πια. — Μωρέ θα χαθούμε! εδώ έχουμε τσ' ελπίδες μας. — Ας χαθούμε· έτσι κ' έτσι θα μας φάη που θα μας φάη το κύμα· κάλλιο μια ώρ' αρχήτερα.

Η Ζωηδία πήρε το μαντήλι της και σκούπισε τα μάτια του σκυλιού με τρυφερότητα και μετά το φίλησε και βάζοντας την αλυσίδα στο χέρι του βαστάζου, είπε, «Πάρε το πίσω στην ντουλάπα και φέρε μου το άλλο. Η ίδια τελετή έγινε και για το δεύτερο σκυλί, κάτω από τα έκπληκτα μάτια της συντροφιάς. Ιδιαίτερα ο Καλίφης μετά δυσκολίας κρατιόταν, και έκανε νοήματα στον Βεζίρη να ρωτήσει τι ήταν όλα αυτά.

Καλά που πρόφτασα κ' ήρθα . . . πώς δεν το πήρε μυρουδιά εκείνο το σκυλί, ο Μανώλης ο Πολύχρονος, να έρθη να μου τον πάρη!

Άξαφνα, μέσα στη φριχτή κατάστασι του ταραγμένου μυαλού του μία ιδέα μαύρη του επέρασε, μία ιδέα σκοτεινή, η οποία όμωςπράμμα παράξενοτου έφερε αταραξία . . . Και του ήρθανε κάτι συλλογισμοί που δε μπορούσε να τους διώξη·χωρίς να κάμω κακό, χωρίς να θέλω να βλάψω, να πειράξω κανεί, με κυνηγούνε σαν σκυλί ψωριάρικο, είπε με πικρία.

Σε γλύτωσε πάλε, σκυλί, ο Απόλλος, π' όλο και θαν του κλαίγεσαι σαν έρχεσαι στη μάχη. Μον έννια σου! κι' άλλη φορά σε βρίσκω εγώ, και τότες 365 σε ξεμπερδέβω, αν δα βπηθούς κι' εγώ έχω στα ουράνια. Τώρα θα πάρω τους λοιπούς κυνήγι, κι' όπιον πιάσωΕίπε, και τον Αγάστροφο να ξαρματώνει αρχίζει.

Εις αυτό το σπίτι θα ήτο ο Ρούντυ το χαϊδεμένο παιδί. Υπήρχε εδώ βέβαια και ένα άλλο χαϊδεμένο δηλαδή ένα γέρικο, τυφλό και κουφό σκυλί, που δεν επήγαινε πλέον μαζί εις το κυνήγι, αλλά πρώτα το έπαιρναν. Δεν είχαν λησμονήσει τα καλά του τα χαρίσματα από τα πριν χρόνια και διά τούτο ελογαριάζετο τώρα το ζώον με τα μέλη της οικογενείας και ελάμβανε και περιποιήσεις.

Για ταντί! μου λέει άγρια, Το κατάλαβες πως μας έγινες φόρτωμα; Με πήρε το παράπονοΕγώ σας έγινα φόρτωμα; του κάνω. Εγώ; — Εσύ μαθές. Που μπαίνεις εδώ μέσα, σαν να μπαίνης στο ρημάδι σου, κι' ούτε ρωτάς κανένα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλιΣτο βιος μου μέσα μπαίνω. Στου πατέρα μου το βιος, του λέω. Και με κλωτσάς σαν το σκυλί; Εμένανε κλωτσάς;

Τρεις τότες χύθηκε βολές ζητώντας ναν τον σφάξει, 445 και τρεις με τ' όπλο τη βαθιά κοπάνισε θολούρα· μα όταν και τέταρτη όρμησε λες σα στοιχιό οχ τον Άδη, τότε έμπηξε φριχτή φωνή και τούπε αφτά τα λόγια «Πάλε απ' το χάρο σώθηκες, σκυλί! Μιά τρίχα ακόμα και σ' έτρωγα. Σε γλύτωσε πάλε, σκυλί, ο Απόλλος, 450 π' όλο και θαν του κλαίγεσαι σαν έρχεσαι στη μάχη.

Σκεφτόταν, ωστόσο, ότι ο ντον Πρέντου είχε δίκιο. «Τι πρέπει να κάνω;» «Πρέπει να δείξεις ότι είσαι άντρας, έστω και μια φορά. Πρέπει να τους πεις ότι, εάν δεν θέλουν να σε ανταμείψουν σε χρήμα, να αναγνωρίσουν τουλάχιστον τις υπηρεσίες σου. Εάν το κτηματάκι περάσει στα χέρια ενός άλλου αφέντη, εσένα θα σε πετάξει έξω σαν το σκυλί.

Κανένας δεν τον λυπήθηκε, κανένας δεν τον έκλαψε και σαν τον θάψανε σαν σκυλί την άλλη μέρα, άνδρες και γυναίκες γελούσαν με τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο. Μα τόμορφο κορίτσι δεν μπορούσε να βαστάξη την καταφρόνια, που της έκανε η αγάπη ενός σκιάχτρου. Δεν μπορούσε να χωρέση ο νους της πως μέσα σε τόσα κορίτσια, όμορφα και άσχημα, διάλεξε αυτήνε να την αγαπήση.