United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σωστό. .. σωστό κ. Κουρδουκέφαλε· να κυττάξτε την δουλειά σας· δε σας αδικεί κανείς. Ο Αριστόδημος έτρωγε τα νύχια του από λύσσα. Ήταν το μόνο αίσθημα που του έμεινε πια. Στην παραμικρή ταραχή που γινότανε γύρω του, θες στον εαυτό του θες σε ξένον, του φαινόταν πως κάποιος τον τραβούσε από τα μαλλιά. Τον τραβούσε και τον έσερνε, λέει, σ' έναν κατήφορο στρωμένον με στουρναρόπετρα.

Ή τον παινέστε το λοιπόν, ή τον κατηγορήστε, Σας είπε, να ήστε ελεύθεροι· και κάμετ' ό,τι ωρίστε. 10 Μια χάρι θέλει μοναχά από την αφεντιά σας· Να μη τον αντραλέψετε με τα ζητήματά σας.

Είπε, κ' η γραία λέβητα, λαμπρόν ποδολουτήρα, επήρε, κ' έβαλε πολύ ψυχρό νερό, κατόπι ζεστό· κείνος εκάθιζε μακράν απ' την γωνίστρα, και προς το σκότος στράφη ευθύς, ότι του εμπήκε φόβος μη κείνη, ενώ τον έψαχνε, το λάβωμα γνωρίση 390 και γνωσθούν όλα· εσίμωσεν η γρηάτον κύριόν της κ' ενόησ', ως τον ένιβε, το λάβωμ', οπού χοίρος με λευκό δόντι του 'καμετον Παρνασό, 'που νέος εβγήκε τον Αυτόλυκο να ιδή, και τους υιούς του, μητρικόν πάππον του λαμπρόν, 'ς τον όρκο, 'ς την απάτη, 395 πρώτον απ' όλους τους θνητούς· τον είχ' ο Ερμής προικίσει, επειδή του 'καιεν αρνιών καλά μεριά κ' ερίφων, και κείνος τον συνώδευε βοηθός παντού και φίλος. επέρασεν ο Αυτόλυκοςτην κάρπιμην Ιθάκη, και νεογέννητ' εύρηκε παιδί της θυγατρός του. 400τα γόνατά του το 'θεσεν, άμ' είχε αποδειπνήσει, η Ευρύκλεια, και τον έκραξε κατ' όνομα και του 'πε· «Αυτόλυκ', εύρες όνομα συ τώρ' ό, τι θα βάλης εις του παιδιού σου το παιδί το πολυαγαπημένο». Απάντησεν ο Αυτόλυκος· «Κόρη μου και γαμβρέ μου, 405 τ' όνομα τούτ', οπού θα ειπώ, βάλετε του παιδιού σας· εγώ', που τώρ' εδώ 'φθασα, συχναίς έδωσα οδύναις πολλών ανδρών και γυναικώντην γη την πολυθρέπτρα· άρα Οδυσσέας όνομα να λάβη απ' ταις οδύναις· και οπόταν άνδρας έλθη αυτόςτο μέγα της μητρός του 410 παλάτι, εκείτον Παρνασόν, οπ' είναι οι θησαυροί μου, θα λάβη μέρος, και φαιδρόν θα τον ξεπροβοδήσω».

Εγώ τους είδα υστερώτερα από ολίγον, τον ένα ύστερα από τον άλλον, και ήλθαν εις την αυλήν που ήμουν, και απέρασαν από εμπροστά μου, καμωνόμενοι πως δεν με γνωρίζουν. Ω άνομοι, τότε τους είπα· ο Ουρανός έκαμεν ανωφελή την κακήν σας βουλήν· ζω ακόμη διά αισχύνην της βαρβαρότητός σας· επιστρέψατέ μου τα διαμαντικά μου ευθύς, επειδή δεν θέλω να είμαι πλέον εις συντροφιάν τέτοιων παρανόμων.

Μα την Δέσποιναν, η Δεσποσύνη σου, αφού σε υστεροείδα, έγινεν εγγύτερη εις τον ουρανόν από ένα ξυλο- κάλλιγο. Προς Θεού, κάμε ώστε η φωνή σου να μη ραΐση ωσάν γλυμμένο μάλαμα. — Κύριοι, καλώς σας εδεχθή- καμε· θα ριχθούμε αμέσως, ως κάμνουν οι γάλλοι γερα- κάρηδες, να κυνηγήσωμε ό,τι βλέπομε· θ' ακούσωμεν ευ- θύς κάτι· ελάτε, δώσετέ μας κανένα δείγμα της τέχνης σας· ελάτε, μίαν ομιλίαν περιπαθή.

Ανεδείχθητε όλοι Έκτορες. Εισέλθετε εις την πόλιν, εναγκαλισθήτε τας συζύγους και τους φίλους και διηγηθήτε εις αυτούς τα ανδραγαθήματά σας· της χαράς των τα δάκρυα θα πλύνουν το πηγμένον αίμα των τραυμάτων σας, τα δε φιλήματά των θα επουλώσωσι τας ενδόξους πληγάς σας. Δος μου την χείρα σου.

Όχι, πλαϊνά κάνε, σαν τα καρυοφύλλια τα 'δικά σας· απήντησεν ούτος, μιμούμενος την Ρουμελιωτικήν προφοράν, ίνα δήθεν επιτείνη την ειρωνίαν των λόγων του. — Μπρε, τα 'δικά μας μπρε, εδιώξαν τους τούρκους! εφώναξεν εν αγανακτήσει ο γέρων. — Τι να σου κάμω!. . απήντησεν ο ενωμοτάρχης κινών την κεφαλήν· ήθελα πενήντα τούρκοι να είχαν από τούτα 'δώ και να 'βλεπες την παληοκαπότα!. . .

Έτσι, εξακολούθησε ο Αριστόδημος, θα είμαι βέβαιος ότι οι πρόγονοι θα σας θυμίζουν και λίγο τους απογόνους. — Βεβαίως, βεβαίως· χαίρε απόγονε του Λεωνίδα·Λεωνίδα του εν Θερμοπύλαις! ευχήθηκε ο Περαχώρας κεντώντας τ' άλογό του. — Αι σκιαί των ενδόξων προγόνων σας να είνε πάντα βοηθοί σας· είπε κι ο Γκενεβέζος. — Αντιχαίρετε, κύριοι· είπε ο Αριστόδημος προσκυνώντας ταπεινότατα.

Πρέπει να το πίνετε σκέτο το κρασί σας· και για να πυκνώση το αίμα σας που είνε πολύ αραιό, πρέπει να τρώτε χονδρό βωδινό, χονδρό χοιρινό, καλό ολλανδικό τυρί, σιμιγδάλι, ρύζι, κάστανα, και μπουρεκάκια για να κολλούν και να γλυστρούν. Ο γιατρός σας είνε ζώον. Θα σας στείλω ένα του χεριού μου και ενόσω θα μένω εδώ, θάρχωμαι από καιρού εις καιρόν να σας βλέπω. ΑΡΓΓΑΝ Θα με υποχρεώσετε πολύ.

Έννοια σας· θα γράψω εγώ γι' αυτούς μια σάτυρα κατά το ύφος του Ιουβενάλη, που θα τους στολίσω όπως τους πρέπει. Ας τ' αφήσωμε τώρα αυτά. Τι θέλετε να μάθετε; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ό,τι μπορέσω· γιατί έχω πολύ μεγάλη επιθυμία να γίνω σοφός. Και μούρχεται λύσσα από το θυμό μου όταν συλλογίζωμαι πως ο πατέρας μου και η μητέρα μου δε μ' εσπούδασαν όλες τις επιστήμες όταν ήμουν νέος.