Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Και τους είπεν ύστερα ότι στην Αθήνα θάρθουν ακρίβειαις μεγάλαις, θάρθουν δυστυχίαις, θαρθή πείνα και κακή ασθένεια, θάρθουνέλεγεν ο Χρονογράφοςθάρθουν από την Πόλι και από την Λόντρα οι «ομογενείς» στην Αθήνα, και θα μας φέρουν ακρίβεια και την κακή ασθένεια και θα μας φέρουν πείνα και θ' ακριβήνουν όλα τα πράγματα, θ' ακριβήνουν τ' αυγά, θ' ακριβήνουν η κότταις.

Αλλά το λιμάνι ήταν έρημο, γιατί μόλις είχε χαράξει, κ' έτσι κανείς δεν είδε τον αντρείο να καλπάζη κατά το μέρος που τούδειξε η γυναίκα. Ξαφνικά, πέντε άνδρες ξεχύθηκαν στο δρόμο. Σπηρούνιζαν τάλογά τους, με τα χαλινάρια αμπολημένα, και έφευγαν κατά την πόλι.

Είπε η γλαυκόφθαλμη θεά, και απ' την τερπνή Σχερία τ' άπατα σχίζει πέλαγα κατά τον Μαραθώνα, και ως φθάν' εις την πλατύδρομη την πόλι της Αθήνας 80του Ερεχθέα τον ναόν εμβαίνει. και ο Οδυσσέας του Αλκίνου εμπρόςτα υπέρλαμπρα δώματα μεριμνούσε κ' εστέκονταν, το χάλκινο κατώφλι πριν πατήση. ότι ως του ηλίου φαίνονταν ή της σελήνης λάμψιτο μέγα δώμα του υψηλούτο φρόνημ' Αλκινόου• 85 ότ' ήσαν τοίχοι ολόχαλκοι πέρ' από το κατώφλι ως μέσα, και τους έζωνε χαλυβικό στεφάνι• το κτίριο το καλόκτιστο χρυσαίς εκλειούσαν θύραις• οι παραστάταις άργυροιτο χάλκινο κατώφλι• τ' ανώφλ' ήταν ολάργυρο, χρυσός ο κρίκος ήταν• 90 χρυσοί 'σαν σκύλοι και αργυροίτο 'να και τ' άλλο πλάγι• τους έπλασεν ο Ήφαιστος με την σοφή του γνώσι, 'ς το λαμπρό δώμα του υψηλούτο φρόνημ' Αλκινόου φύλακες να ήναι αθάνατοι και αγέραοιτον αιώνα.

Την πάλλα του την φυλάν 'ςτήν Πόλι μαζί με τους άλλους θησαυρούς των Σουλτάνων, καθώς μώλεγε ο μπέης μου· είπε ο Σκέντος. Λένε, μα το Θεό, πως και το μάλαγμά της μοναχά γιαίνει αρρώστιες και δείχνει θάμματα.

Αυτά 'πε, κ' ευθύς του 'στειλε ο βροντόφωνος Κρονίδης δύ' αετούς απ' την κορφή του όρους να πετάξουν• και αυτοί για ολίγο επέτονταν εις ταις πνοαίς τ' ανέμου, με ταις φτερούγαις τεντωταίς, ο ένας σιμάτον άλλο. και άμ' ήλθαντην πολύφωνη την σύνοδο, 'ς την μέση, 150 με συχνοφτερουγιάσματα τότ' εστριφογυρίσαν, και όλων αυτών ταις κεφαλαίς θανατηφόρα εκύτταν. και με τα νύχια ως έσχισαν ταις όψες, τους λαιμούς τους, δεξιά' φυγαν διαβαίνοντας τα σπίτια και την πόλι. και τα όρνεα κείνοι εθαύμασαν 'που εφάνηκαν εμπρός τους, 155 και όλο εκινούσαντην ψυχή τα έμελλαν να γείνουν. και ο γέρος τους αγόρευσεν, ο ήρωας Αλιθέρσης, ο Μαστορίδης, 'π' έξοχος των ομηλίκων ήταν, των όρνεων εις την γνώρισι κ' εις το να προμαντεύη• εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε• 160

Ο σιδερόδρομος ήταν κοντά, μα οι νέοι αγαπούσαν τ' άλογα, κ' ήθελαν και καλά να μβούνε καβαλάρηδες στην Πόλι, με τα χρυσά κομβία στα γελέκια τους, με τα κουμπούρια στη μέση και ταις καραβίναις στην πλάτη τους. Έτσι εξεκίνησαν με τα φλουριά στα κεμέρια τους. Έτσι έφθασαν ως στο γεφύρι του Λουλεβουργάζ, το ίδιο το γεφύρι που σκοτώθηκεν ύστερα και ο φτωχός ο αδελφός σου.

Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους• και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν, 'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, 325 και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν, και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρατου Κλυτίου• κήρυκα στείλαν έπειτατο δώρα του Οδυσσέα, το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης, ότ' είναι ο υιός τηςτον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει 330την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση. και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος, την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. 335 καιτο παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα, ο κήρυκας, ανάμεσαταις δούλαις είπεν• «ήλθε, βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο», κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει• και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε 340 και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων.

Τίποτα δε θα καταφέρουνε κι όλα του βρόντου. Κ' έτσι θαρρώ πως του κάκου πολεμούνε και του κάκου γράφουνε πολλοί, που τυχαίνει κάποτε να δω τα ονόματά τους και τη μισή τους ή ανακατεμένη γλώσσα σε κάτι περιοδικά· ο Κουρτίδης, ο Βώκος, ο Καμπάνης, ο Ν. Ροντάκης — «από την Πόλι», με ι — και κάτι άλλοι. Δε λέω πια τίποτις για το Διόνυσο . Είναι τόντις σα λύσσα, ξαφρισμένη τα γραψίματά του.

Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει! όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει! πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη, ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, 220 'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη, όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας; δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη, να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνητα ερίφια• και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. 225 πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει, αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεταιτην πόλι, να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία. αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Γυναίκες,— συφορά σου,— τους άνδρας πάλι κοπανάς που βλέπεις μπρος σου; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Γκρεμίσου απ' αυτού και συ, και κάθησε πειο κείθε· θα πάρω εγώ το στέφανο και θα μιλήσω.—Είθε την προσευχή μου οι θεοί ν' ακούσουν τουρανού, και να 'πιτύχουν όλ' αυτά που μου 'ρθανε στο νου. Αγαπώ κ' εγώ τον τόπο, όπως σεις, ώ άνδρες, όλοι, και γι' αυτό δεν υποφέρω όσα γίνονται στην πόλι.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν