Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Μη κι' αυτά δεν ζουν με ό,τι εύρουν; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Καϋμένο συ πουλάκι μου! Και ούτε θα φοβήσαι παγίδα, δίκτυ, 'ξόβεργα; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Να φοβηθώ τι έχω; Με όλ' αυτά δεν κυνηγούν μικρά μικρά πουλάκια. — Δεν 'πέθαν' ο πατέρας μου, και ό,τι θέλεις λέγε! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Απέθανε, παιδάκι μου, και πού θα εύρης άλλον; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Και συ, μαννούλα μου καλή, πού θαύρης άλλον άνδρα;
Το χαμόμηλον ήκουε και ελυπείτο και ήθελε να βοηθήση την δυστυχισμένην κίχλαν. Αλλά τι να κάμη; Δεν εσυλλογίζετο ούτε την ζέστην του ηλίου, ούτε την ωραιότητα των άλλων ανθών, ούτε τίποτε άλλο. Ο νους της ήτο εις το σκλαβωμένον πουλάκι. Εκεί ήλθαν εις το περιβόλι δυο αγόρια. Το έν εκρατούσε το μεγάλον ψαλίδι, το οποίον είχε χθες η νέα.
Αλλ' ότε η μήτηρ του, η αναγεννηθείσα αύτη εκ της αιφνιδίου χαράς γραία, αφού ετελείωσεν ο παις, συνεπλήρωσεν αυτή το άσμα, με μίαν τρεμουλιαστήν της αγάπης φωνήν τραγουδήσασα: Ν' ασπρίσης 'σαν τον Έλυμπο 'σαν τ' άσπρο περιστέρι, 'σαν το πουλάκι που κελαειδεί χειμώνα-καλοκαίρι.
Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από τον λιμένα και ν' αρμενίζη στ' ανοιχτά· όταν άκουα τις παρακινητικές φωνές των ναυτών που εγύριζαν τον αργάτη και τα κατευοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου επέτα μελαγχολικό πουλάκι απάνω του.
— Πας, πουλάκι μ', ν' πης τ' παπά σ', να πάρη το πετραχήλι του, νάρθη εδώ;... Να πάρη, πες, και το ευχολόγιο μαζύ του... ξορκισμούς πρέπει να διαβάση. Η μικρή δεν επερίμενε να επικυρώση την διαταγήν η διδασκάλισσα. Πάραυτα έτρεξε προς την θύραν. Η Ευανθία, ως ναρκωμένη, δεν είπε τίποτε. Μόνον όταν η παιδίσκη εξήλθεν, εστράφη προς την γερόντισσαν και της είπε·
Το πουλάκι το γλυκό που λέγεται καλοσύνη, το πουλάκι που και το ίδιο μαγέβεται με το κελάδημά του, δεν πολυτραγουδούσε μέσα στην καρδιά τους. Το στηθουλάκι τους είτανε μικρουλό, σαν κάτι στενούτσικο το κλουβί, και δε χωρούσε μέσα ταγαθό το πουλί μας.
Όθεν ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν την γέφυραν και ν' ανοίξουν τας πύλας του φρουρίου. Η Σεραϊνώ ήνοιξε την θύραν εις το πρώτον κρούσμα, εστάθη σταθερά, υπομειδιώσα και τους ευχήθη: — Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! με γυιους, Κουμπή... — Πώς ξέρεις; — Ήρθ' ένα πουλάκι και μούπε. Εστράφη προς την Λελούδαν. — Να πάρω το κλειδί του σπητιού σου, να πάω να κοιμηθώ απόψε; Η Λελούδα κατένευσε δακρύουσα.
Το πρωί είχα ξεχάσει ολότελα πως είμουνα εγώ, νόμιζα πως έγινα ένα πουλάκι, ένα ωραίο πουλάκι, πως θα πετούσα πάνου στα δέντρα, ύστερα, πάνου στα βουνά, κι από κει στα σύννεφα, πάνου στα σύννεφα — ήρθατε σεις και με κάματε να γίνω πάλι, να! — να γίνω σαν όλους εδώ κάτου, να θυμηθώ πως είμαι κι εγώ άνθρωπος, να κλάψω, ν' αναστενάξω, να πονέσω...
Τα μάτια της μονάχα είχανε ζωηρέψει από μιαν ασυνείθιστη ζωή και δύναμη, σαν από μια μεγάλη απόφαση για ζωή και θάνατο. . κάθε τόσο άνοιγε το στόμα της και το ξανάκλεινε άφωνη. . τέλος πάντων, μόλις έπαψε το ροδάνι της θειας Ελέγκως, είπε με στερεή και ήσυχη φωνή που ακούστηκε παράξενη για την ηρεμία και έντασή της από τόσον καιρό που δεν είχε πια μιλήσει Να πάη η Λιόλια με το Νίκο, θεια Ελέγκω, να σου κόψουνε λουλούδια Και σώπασε-κ' έκλεισε τα μάτια της σα να κουράστηκε απ’ την προσπάθεια και σάματι νάσβησε η λαμπάδα πούφεγγε μέσα στο μυαλά της ή για να μην ιδή τη λάμψη στο πρόσωπο του Νίκου ύστερ’ απ’ αυτά τα λόγια. -Καλά λες, πουλάκι μου!
Να μη συλλογιέσαι άλλο, μάννα, παρά πως το πουλάκι σας θα περάση από τόνα στ' άλλο χρυσό κλουβί. Διπλή έννοια θα το διαφεντεύη σαν τόχω σιμά μου, γιατί παίρνω μαζί μου και τη λαχτάρα σου. Κωστ. Κράλη μου, είσαι μάλαμα, κ' η ψυχή μου σε χαίρεται. Τη γλυκοπότισες τη μάννα, κ' έγινε δροσοθρεμμένος βασιλικός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν