United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνη πέταξε το δεμάτι, μάζεψε τα χρήματα τρομαγμένη σαν το πουλάκι που τσιμπάει τα ψίχουλα και το ’σκασε πηδώντας ευκίνητη. Αλλά η Κυρία της γέννας, αν και είδε τα ζεστά, υγρά νομίσματα μέσα στη χούφτα του κοριτσιού που έκαιγε, την έφτυσε στο πρόσωπο για να της φύγει ο φόβος και της είπε γελώντας: «Πήγαινε, γιατί έχεις πυρετό και παραισθήσεις. Τα νομίσματα θα πρέπει να τα βρήκες.

Πουλάκι, νομίζεις, αγαπησάρικο και ομορφόπλουμο, επέταξεν από τα δέντρα της Παράδεισος στη σκοτεινή την κούρνια μας και με το απαλό φτερούγισμα, με τον κελαϊδισμό, με το είνε του, άπλωσε βάλσαμο στις τυρανισμένες ψυχές, ανάδωσε γιγαντωμένη τη χαρά, πλανεύτρα την ελπίδα, τον πόνο και τον μόχθον άβλαβα και ποθητά. Έφευγεν η μαρτιάτικη ημέρα γοργή σαν γυρευτό διάνεμα.

Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον. Αλλ' η καρδία μου έτρεμεν ήδη ως πουλάκι εις το κλουβί. Ίνα αποστρέψω τους οφθαλμούς μου από του ενός τοίχου, οπού εκείτο το πινάκιον με τα κόλλυβα και από του άλλου, οπού εκρέματο ο νεκρικός στέφανος, απεφάσισα να κυττάζω προς την οροφήν.

Κόρη μου, για δάκρια τώρα δεν ήρθα· έχουμε χρόνους και χρόνους για δάκρια κατόπι. Ήθελα να σου μιλήσω δυο λόγια, κι ώρα πιο βολικώτερη δε θα βρω. Αύριο γίνεται η στεφάνωση, και την άλλη ξεκινάτε για το μακρινό το ταξίδι. Είταν κι' αυτό της μοίρας μου, να γίνη ο γάμος σαν το πουλάκι μου πεταχτός. Και καλά να μισέψετε, λέει, την άλλη μέρα. Ας φαγωθούν τα συκώτια μου εμένα κι ας γίνη το θέλημά τους.

Είδα την κάμαρη του καπετάνιου ομορφοστολισμένη με τον Άγιο Νικόλα ψηλά και το καντήλι του ακοίμητο. Είδα των ναυτών τα κλινάρια, άκουσα τις απλές κουβέντες τους, αισθάνθηκα τη ξυνή μυρουδιά τους. Είδα το μαγεριό, τα νεροβάρελα, την τρόμπα, τον αργάτη. Η ψυχή μου πάλι μελαγχολικό πουλάκι εκάθησεν απάνω της. Άκουσα τον αέρα να σχίζεται στα ξάρτια και να λέγη με αρμονία υπέρθεη του ναύτη τη ζωή.

Έσκυψε απάνω στο τραπέζι κι' άρχισε τα κλάματα. — Αχ! Μοσχαδώ! Πού είσαι, Μοσχαδώ μου, έρημο και σκοτεινό μ' άφηκες. — Άιντε να πέσης, γέρο! Ώρα είνε. Άσε τώρα τα κλάματα. Μούγκρισε ο Σπανός, ο ταβερνάρης, συμμαζεύοντας τα ποτήρια. Ο Μπαρμπα-Δημητρός είχε το κονάκι του στην ταβέρνα. Δίπλα στο τεζάχι, από πίσω απ' τα βαρέλια, έστρωνε την ανδρομήδα του και τον έπαιρνε κάθε βράδυ, σαν το πουλάκι.

Αλλά το χαμόμηλον τα έβλεπε και τα εθαύμαζε και έλεγε μέσα του; «Τι λαμπρά και ωραία άνθη· το πουλάκι εκείνο κελαδεί δι' αυτά, και πετά απ’ επάνω των να τα βλέπη. Καλά και εφύτρωσα εδώ και ημπορώ να τα θαυμάζω από πλησίον

Ουδέποτε εσκέφθη να κάμη κακόν· ούτε πουλάκι δεν ήθελε να βλάψη. Έκλειεν όλον τον κόσμον εις την καρδίαν της, όλους τους ανθρώπους και ήτο η μόνη χαρά της να τους βλέπη πάντοτε ευτυχείς. Διά τούτο η μεγάλη ψυχή της δεν ηδύνατο καθόλου ν' ανεχθή την Κυρά Ρήνην και την απέφευγεν όσον της ήτο δυνατόν.

Η γραία αφήκε κραυγήν θάμβους και φόβου·Μπα!.... τ' είν αυτό, πουλάκι μ'; Εδείκνυε τα αραιά διαλείποντα οδόντια, και τα χάσματα των οφθαλμών του κρανίου. Η Ευανθία εκάλεσεν εις επικουρίαν όλην την ετοιμότητα του πνεύματός της.

Από μέσα από μια μουριά, ένα μικρό σκουληκάκι είπε σιγαλά: — Εγώ είμαι ο μικρός ανυφαντής, που ρουφάω τις αχτίδες του ήλιου και του φεγγαριού. Εγώ θα της υφάνω τα μαλλάκια της. Ένα πουλάκι, που κελαϊδούσε τη νύκτα με το φεγγάρι, είπε τραγουδιστά: — Εγώ θα κτίσω τη φωληά μου μέσα στα στήθια της και θα κελαϊδώ τα πιο γλυκά τραγούδια μου.