Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Η γιαγιά μου έλεγεν, ότι όποιος αγαπήση αληθινά την δουλειά, με σταυρωμένα χέρια δεν ειμπορεί πεια να μείνη... Περίεργον! Όλοι εστέκοντο εκστατικοί και έβλεπαν την μικράν κόρην· είχεν αρχίσει με δισταγμόν σιγά-σιγά και τώρα η σαΐτα έτρεχε 'ς τα χέρια της σαν να ήτο χρόνια η μικρά συνηθισμένη να υφαίνη! Τα τρία δάκτυλα πανί γρήγορα έγιναν τακτικά και νοικοκυρευμένα.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θα σ' ταποδείξω παστρικά και πειά δεν θ' αμφιβάλης. ΧΟΡΟΣ Τώρα πρέπει τα μυαλά σου, οπού τάχεις τετρακόσια, για την ευτυχία όλων να σκεφθούνε κι' άλλα τόσα. Συ που ευτυχία ξέρεις για της φίλες σου να φέρης, όσο έχεις ευκαιρία πρέπει ναύρης κάθε τρόπο μ' ευτυχίες να στολίσης τους πολίτες και τον τόπο.
Τα παιδιά πρέπει να χαίρωνται, να γελούν, όσο είναι παιδιά ακόμη. Δεν πρέπει να μαυρίζη την ωραία τους ψυχή της συμφοράς ο πόνος. Δεν πρέπει ούτε του πατέρα, ούτε της μάννας η ντροπή εκείνα να πληγώνη. Κ ώ σ τ α ς. Το είχα καταλάβη, πως έμαθες εκείνη την καταστροφή και είχα νοιώσει πως δεν είχα πειά την άδεια να λέγωμαι πατέρας.
Ο Τριστάνσς γύρισε στη Βρεττάνη, στα Κάρχαιξ, κι' όλοι τον υποδέχτηκαν: ο Δούκας Χοέλ, κι' η γυναίκα του η Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια. Αλλά η Ιζόλδη η Ξανθή τον είχε διώξει. Τι άξιζε πεια γι' αυτόν όλος ο άλλος κόσμος; Πολύν καιρό έλυωσε μακρυά της. Έπειτα μια μέρα, σκέφτηκε ότι έπρεπε να την ξαναϊδή, έστω κι' αν έβανε πάλι τους βαλέδες της να τον χτυπήσουν.
Αλλά με την τελευταία λέξη δε μπόρεσε πεια να περιορίση την τρικυμία της ψυχής της. Κιάρχισε να κλαίη. Τη λυπόμουν, αλλά και δεν καταλάβαινα πολύ αυτές τις κλάψες κιάρχιζα να τις βαριούμαι, γιατί, ως είπα, και δε μάρεσαν. Εγώ ήθελα να την αγαπώ, όχι να τη λυπούμαι. Πάνω στο κλάμα την έπιασε κένας βήχας δυνατός, που την έσειε τη δυστυχισμένη, σαν καλάμι.
«Τριστάνε, λέγει ο Βασιληάς, τώρα πεια καμμιά διάψευσι δεν περνάει. Αύριο θα πεθάνετε». Του φωνάζει: «Μεγαλειότατε, χάρι ζητώ. Για τόνομα και για τα πάθη του Χριστού, Μεγαλειότατε, έλεος για μας! — Μεγαλειότατε, εκδίκησι! φωνάζουν οι προδότες. — Ωραίε θείε, δε σας ικετεύω για τον εαυτό μου.
Κυττάχτε την πανούργα, που έβαλε σε πράξι τη μία με την άλλη της πονηρές της τέχνες: επήγε από φόβο στο θεϊκό βωμό, για όσα έχει πράξη να μην τιμωρηθή• μα ούτ' ο ναός του Φοίβου σωτήρας θα σου γίνη, ούτε κι' ο βωμός του θα σώση πεια εσέ! Περσότερο λυπάμαι τη μάννα μου από σένα, γιατί και χωρισμένος που είμαι από κείνη, δεν παύω τόνομά της συχνά να το καλώ.
Στο Δεσποινιό δεν έμεινεν αμφιβολία πεια ότι η κόρη της εγλύτωσε· κεπήρε το θάρρος να πηγαίνη κέξω από το χωριό, να βλέπη τα χτήματά της, που τόσον καιρό με την αρρώστεια της κόρης της είχε αμελήσει ολότελα. Αλλά κη άρρωστη ξεπόρτιζε σχεδόν κάθε μέρα. Και κάθε φορά σταματούσε σένα μέρος, κιαπό κεί φαινότανε το σπίτι μας. Είχε την ελπίδα να με δη από μακριά.
ΙΩΝ Ό,τι έχω μέσα στην ψυχή το ίδιο λες για μένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Ώ, άκληρη δεν είμαι πεια, δίχως παιδί δεν είμαι! στηρίχθηκε το σπίτι μου και βασιληά έχει η χώρα. Ξαναζωντάνεψε ο Ερεχθεύς• το φως του ήλιου βλέπει το σπίτι, που είχε βυθισθή μέσα σε νύχτα μαύρη. ΙΩΝ Μητέρα, κι' ο πατέρας μου να μοιρασθή αξίζει την ίδια τούτη τη χαρά που έδωκα σε σένα.
Φοβήθηκαν και τον αφήκαν να περάση. Πήρε την Ιζόλδη στα χέρια του: «Φίλη, πρέπει κι' όλα να φεύγω. Σε λίγο θα μανακαλύψουν. Πρέπει να φύγω και ποτέ πεια δε θα σε ξαναϊδώ βέβαια. Ο θάνατος μου είναι κοντινός: μακρυά μας, ο πόθος θα με πεθάνη. — Φίλε, κλείσε τα χέρια και σφίξε με τόσο δυνατά ώστε απάνω σ' αυτό το αγκάλιασμα να σπάσουν η καρδιές μας κ' η ψυχές μας να φύγουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν