United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά ποτέ δεν εστάθη τον χειμώνα εις την θύραν της πτωχός γέρων ή γραία, χωρίς να δώση εις αυτόν ολίγαις πήχαις ζεστό μάλλινο ύφασμα διά να ενδυθή· ποτέ δεν ήλθε μητέρα με γυμνό παιδάκιτα χέρια της, χωρίς να το εφοδιάση με όσα εχρειάζετο· πολλάκις μάλιστα τα έρραπτεν η ιδία. Διά τούτο, όταν η καλή αυτή γυναίκα απέθανε, την εθρήνησεν όλο το χωριό.

Για γάμο είμαστε, ευλογημένη; Δεν βλέπεις τι φτώχια μας δαίρνει; Δεν βλέπεις που με σάστισε αυτός ο καπετάν-Παρμάκης; — Να μη τον εύρη ο χρόνος, παιδάκι μου! Ναι! — Να μη τον εύρη ο χρόνος, κυρά-μητέρα! Τώρα είπες καλά. — Λοιπόν, κυρ-Δημάκη; — Θα σας πω εγώ, κυρά-μητέρα, θα σας πω. Τώρα δεν αδειάζω. Σαν γυρίσω από το Σκόπελο. Ας περάσωμε τώρα, όπως περάσαμε ως τώρα. Θα σας πω εγώ!

Χαμογέλασε η κάκω η Μήτραινα και της ήρθε η καρδιά στον τόπο. — Πέθαναν τα πεθερικά μου γλήγορα, σε δυο χρόνια απάνω, κι' ύστερα από λίγα χρόνια πάη κι' η γυναίκα μου στη γέννα απανωθιό. — Ας είναι! Συ να είσαι καλά παιδί μ'! — Μ' άφησε ένα παιδάκι. — Τι; Τι; Αλλά σ' ένα-δυο μήνες πάη κι' αυτό! — Βέβια! Βέβια!

Η σύζυγος, ήτις παρεφύλαττεν ήδη εν τη αιθούση, είχε καταληφθή υπό του ύπνου, τόσας νύκτας πλέον αγρυπνούσα και πονούσα, αλλά προς την φωνήν του πρεσβύτου «η σκούναις μου» εξηγέρθη έντρομος και ονειρευομένη, ίσως, τον αγνοούμενον υιόν της, εξήλθεν εις τον εξώστην, ψιθυρίζουσα, ως ημικοιμωμένη: — Παιδάκι μου, καλώς ήλθες! Αλλ' εκεί ανεμνήσθη αίφνης, ότι εκάθητο ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός.

Με της νειες αυτουνού του καιρού, με δημαρχίνες, νεροδίκηνες, λιμενάρχηνες, ντεληγραφιστίνες, ξέρω εγώ να χορεύω; . . . Όχι άλλο! . . . Ας είνε στερεωμένα, καλορρίζικα, παιδάκι μου . . . Τι μ' εφώναξες, Αθούσα; Με θέλεις τίποτα, Θανάση; — Μάννα, ποιος μου πήρε το πορτοφόλι μου; — Ποιο; τι είπες; — Το πορτοφόλι, που είχα τους παράδες μέσα . . . — Λείπει . . . Μου το κλέψανε, μάννα . . .

Να κι ο πρώτος αριθμός! Νάτο το πρώτο βραβείο ! Μπράβο, μπράβο ! Εύγε ! Και του χρόνου !» . . Κι απάνω σε δυο ρόδες πέρασε αργά-αργά μια βαρκούλα όλο από άσπρα τριαντάφυλλα, με το παννάκι της τανοιχτό, στολισμένο κι αυτό με γιρλάντες από γαλανά λουλούδια. . και την τραβούσανε δυο όμορφα ναυτάκια, ζεμένα στο τιμόνι του δίτροχου, και το καθένα κρατούσε στα χέρια του ψηλά από 'να περιστέρι άσπρο που φτεροκοπούσε. . μέσα στη βαρκούλα καθόταν ένα παιδάκι σαν ολόγυμνο, με τρικό ροζ, με φτερούγες στις πλάτες και με μια φαρέτρα γεμάτη βέλη-ο Έρωτας!-και κρατούσε στα χέρια του σα χαλινάρια τις ουράνιες κορδέλλες πούτονε δεμένα τα περιστέρια. «Α-ά-ά-α ! ! !» έκανε όλος ο κόσμος καθώς περνούσε και δος του χειροκροτήματα. . . Η Λιόλια χτυπούσε τα χέρια της σαν τρελλή και δάκρυζε απ’ την τόση ομορφιά, την τόση ευχαρίστηση.

Θυμούμαι τι μου είπεν η μακαρίτισσα, εσυλλογίζετο, από μέσα της· μου είπε, ότιτην δυστυχία άλλη παρηγοριά μεγαλειτέρα από την δουλειά δεν υπάρχει, και πάλιν αν ευτυχήση κανείς η δουλειά είνε η καλλιτέρα του συντροφιά .. πρώτα-πρώτα θα υφάνω της μητέρας μου ένα φόρεμα δια να μην κρυώνητο ποτάμι, όταν πηγαίνη... έπειτα, θα ενδύσω τα αδέλφια μου... έπειτα θα δώσω και ολίγες πήχες πανίτο μικρό παιδάκι της γειτόνισσας μας... αυτό έκαμνεν η γιαγιά μου, και αν γίνη ο εργαλειός δικός μου, πρέπει να κάμνω και εγώ, όπως έκαμνεν εκείνη.

Αυτό τούδωσε στα νεύρα κι άρχισε να περπατά εξαιρετικά γρήγορα, όταν ξαφνικά ένα παιδάκι κάτω από ένα θολωτό δρόμο τρέχοντας βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια του κ' εκυλίσθη χάμου.

Το βράδυ οι άλλοι εικοσιτέσσαρες στρατιώται εκλείσθησαν εις το κουτί των, το δε παιδάκι και όλη η οικογένεια επλαγίασαν να κοιμηθούν. Τότε τα διάφορα παιγνίδια ήρχισαν να κάμνουν επισκέψεις μεταξύ των και να παίζονν και να διασκεδάζουν. Ήθελαν και οι κλεισμένοι στρατιώται να έβγουν από το κουτί των, και επροσπάθουν αλλά δεν ημπορούσαν ν' ανασηκώσουν το σκέπασμά του.

Κλεφτρίνες, πλειο, κακές κλεφτρίνες, παιδάκι μ'! Τ' ακούς εσύ, όποτε έφερνε μπόρα, κι' όλες η νοικοκυράδες κι' η αργατίνες η παρακατινές, που μάζευαν της εληές στον κάμπο, εφορτώνονταν βιαστικά τα κοφίνια τους κ' έτρεχαν για το χωριό, αυτές η δυο μαυροφόρες, η Γιαρούδαινα κ' η Τούρκα, η μάνα της, έπαιρναν της κόφες τους κ' έτρεχαν για τα χωράφια! Ο λύκος στην ανεμοζάλη, πλειο....