Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Για τον Τζατσίντο μίλησε συγκινημένη η τοκογλύφος. «Τι καταδεχτικό παλικάρι! Είναι λιγομίλητος, αλλά καλός σαν το μέλι. Διασκεδάζει σαν παιδάκι και έρχεται εδώ για να φάει το κριθαρένιο ψωμί μου. Νατος που έρχεται με την Γκριζέντα από τη βρύση.»
Κι’ αν ίσως είσαι μάγισσα και μάγου θυγατέρα Και μαγειρεύεις τες οχιές και τες μονομερίδες.... Αν καταιβάζης πο ψηλά τη νύχτα το φεγγάρι Και το χτυπάς, σαν άργανο, το δέρνεις, σαν παιδάκι... Αν βρίσκωνται στη διάτα σου αμέτρητοι διαβόλοι, Δαιμόνοι και ισκιώματα και κατσιποδιαραίοι, Και βάνεις τους, σα δούλους σου, σαν υποταχτικούς σου, Κι’ αναμοχλεύουν τη βουνά και ξερριζόνουν δέντρα, Και κάνουνε τη τρίσβαθη τη θάλασσα άνω-κάτω.... Αν ρίχνης στ’ άστρα και μπορείς να μάθης ό, τι θέλεις.
Κι' ύστερα από λίγη σιωπή, ξανάειπε: — Αφού σ' απόλαψα, παιδάκι μ', το ίδιο κάνει κι' αν γέρασα κι' αν δε γέρασα! Το κύτταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαχολήση.....Κρέμασε τα μούτρα κι' άρχισε να συλλογιέται. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι' άρχισε να κλαίη, και τα δάκρυα της κίνησαν κι' έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι.
— Θα την εκακομεταχειρίσθη, παππού· να ιδής πόσον καλά εννοεί, ότι εγώ αγαπώ και περιποιούμαι το παιδάκι της και έρχεται και παίζει και πηδά και αυτή μαζί μας. Είνε μια χαρά να την βλέπη κανείς! Θα εννοήση, ότι θα την φέρω πάλιν οπίσω εις το παιδί της και δεν θα με ρίψη εμένα.
Ο άνδρας σου, το 'ξεύρεις, είν' ευγενής και γνωστικός και φρόνιμος, και κρίνει πόθεν ο άνεμος φυσά· άλλο να 'πώ δεν θέλω, αλλ' είναι δύσκολοι καιροί αυτοί οπού περνούμεν, ενόσω εν αγνοία μας γινόμεθα προδόται, ενόσω τι φοβούμεθα κανείς μας δεν το 'ξεύρει, και με τους φόβους του καθείς παρεξηγεί την φήμην, και όλοι αρμενίζομεν εις άγρια πελάγη όπου και όπως μας κυλά το ταραγμένον κύμα! έχε υγείαν· γρήγορα θα ξαναέλθω πάλιν. εις του κακού το έπακρον τα πράγματ' άμα φθάσουν, παύουν, ή 'ς τα πρώτα των θ' αρχίσουν να γυρίζουν. — Παιδάκι μου, ο Ύψιστος 'ς την σκέπην του να σ' έχη!
Μόλις εγεννήθη εις το νομισματοκοπείον, κάτασπρη και υαλιστή, επήδησε και εφώναξε: «Ζήτω! πηγαίνω να ιδώ τον κόσμον!» Και ήρχισε τα ταξείδια της. Το παιδάκι την έπαιζεν εις τα τρυφερά και ζεστά χεράκια του· ο φυλάργυρος την έσφιγγεν εις την κρύαν του φούκταν, οι γέροντες την εστρεφογυρίζαν εις τα δάκτυλά των πριν την αποχωρισθούν, και οι νέοι την άφιναν απρόσεκτοι να γλιστρά και να τους φεύγη.
— ..... κι' απόφευγα να γνωρίζωμαι με πατριώτες, για να μη μου ανοίγη η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μ'. — Ούι! παιδάκι μ' τι μου λες. ... Παντρεύτηκες! Ξεφώνησε πάλε η κάκω η Μήτραινα, τραβώντας τα μαλλιά της. — Σώπα, μάννα, της είπε ο Γιάννης, ν' ακούσης πρώτα την ιστορία, και ύστερα κρίνε! — Λέγε, γυιέ μ'! — Πήρα την θυγατέρα τ' αφεντικού μ', αλλά προκοπή τίποτε! — Βέβια! βέβια!
Το κύμα παιγνιωδώς πιτσιλίζει την πρώραν, ως ποταμάκι ασημένιο. Και την ραντίζει ευλαβώς, επιχαρίτως ανασειομένην, με τον κάτασπρον Ηρακλέα της, θαρρείς και την θωπεύει, θαρρείς και την λούει, μητέρα το κύμα χαϊδεύουσα, το παιδάκι της. Μία γρηούλα, ως να προσεύχεται κάθηται συμμαζευμένη επί τινος βράχου λευκού, κατάμαυρη. Τίνος απερχομένου ναύτου να είνε η αγαπημένη μητέρα;
Μα ο Νίκος είχε γίνει αέρας Σαν απόμεινε η Λιόλια μονάχη της, πήγε σε μια γωνιά της κάμαρης κι άρχισε, απ’ το φόβο κι απ’ τη συγκίνησή της, να σκούζη σα μικρό παιδάκι: παιδάκι ήτον ακόμα το κακόμοιρο το κορίτσι και δεν τούχαν τύχει ποτέ του τέτοια φοβερά περιστατικά.
Όταν ήλθεν η σειρά της Πλανταρούς να πίη εις την υγείαν της νύμφης της, ευχήθη με τρεις διαφόρους τόνους φωνής· — Εβίβα, νύφη, με καλό να σαραντίσεις... Κι' ό,τ' είπα, παιδάκι μ'... αστοχιά στο λόγο μου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν