Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Ήσαν αδελφοί και οι είκοσι πέντε, διότι εγεννήθησαν όλοι από μίαν χουλιάραν. Εκρατούσαν τα τουφέκια των επ' ώμου, και έβλεπαν εμπρός των ορθοκαταίβατοι! Η στολή των ήτο λαμπρά, κόκκινη και πράσινη. Αι πρώται λέξεις τας οποίας ήκουσαν, όταν εξεσκεπάσθη το κουτί όπου εκοιμώντο, ήσαν: «Στρατιώται μολύβδινοι!» Έν παιδάκι έλεγεν αυτάς τας λέξεις και εκτυπούσε τα χέρια του από ευχαρίστησιν.
Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Μα ο Πηλεύς της Θέτιδος ο άνδρας είχε γίνη, που ήταν φρόνιμος. Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Γι αυτό του το 'σκασε κ' εκείνη. Ο νους σου τώρ' ας κρίνη, παιδάκι μου, πόσα καλά η φρονιμάδα κλείνει! Τι ηδονές θα στερηθής! παιδιά, γυναίκες, φαγητά, τι γέλια και τι χάχλανα και τι παιγνίδια και πιοτά!
— Αθουσώ! . . . Αθουσώ! . . . τρέξε γρήγορα, φώναξε τη μάννα μου! . . . — Είνε πιασμένη στο χορό! — Να ξεπιαστή . . . και να τρέξη . . . Μετ' ολίγον ήλθε τω όντι η Ασημήνα. — Ω! καλά έκαμε τ' Αθουσώ, κ' ήρθε, και μ' έκαμε να ξεπιαστώ απ' το χορό. Μπαΐλντισα, παιδάκι μου!
Κάθισε, θεία Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παληά μου βάσανα, θα μου έρθουν, τάχα, σαν όνειρο στον ύπνο μου; — Έτσι τα θυμάται, πλειό, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της. — Αλήθεια! . . . και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ. Η οικία ήτο διπλή.
Το κατάφερα κ' έχω χαρά. Κρίμα που δεν είσαι πλάγι μου να σε δείξω μια βάρκα βαρκούλα μικρή που αρμενίζει αλάργα στο γιαλό. Τι νόστιμη, τι χαριτωμένη, τι μικρούτσικη μικρουλή που φαίνεται αλήθεια από δω απάνω στο βουνό! Μόλις τα μάτια σου την ξανοίγουν και μοιάζει σαν τιποτένια. Κι όμως, παιδάκι μου, μη φοβάσαι. Έφτειαξα μια βάρκα για σένα που δεν μπορεί φουρτούνα να τη χαλάση.
— Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! — Κ' έπεσε το πεπόνι από τα χέρια της, κ' έγεινε σαν πήττα! Κ' έσιαξε το φακιόλι στο κεφάλι της, κ' επήρε τον δρόμο. Δηλαδή τα σπαρμένα και τ' άσπαρτα χωράφια κατ' ευθείαν για να φθάση όσον το δυνατόν γρηγορώτερα. Εγώ που την ήξευρα, την αφήκα να πάγη.
Ο έπαρχος ελησμόνησε την προσβολήν ή την εσυγχώρησε, καθόσον μάλιστα δεν ήτο παρούσα πλέον η κομψή κυρία. Ανοίξας το ωρολόγιόν του είδε πάλιν την ώραν. — Τι να έχη άρά γε το παιδάκι της; ηρώτησεν η Κυρά Λοξή. — Α! ανεφώνησεν ο έπαρχος πλήρης ευχαριστήσεως. Βλέπεις ότι και συ ερωτάς διά πράγματα οπού δεν σε μέλει; Κ έπειτα πειράζεσαι και θυμώνεις εάν σ' ερωτήσουν!
'ς το πείσμα τόσων έφυγεν, ιδές, ένα παιδάκι, 665 αφού καράβι ετράβησε, κ' επήρε και την νειότη του τόπου• αρχή 'που 'ς το εξής κακό θα φέρη• ο Δίας κείνον να κόψη, πριν αυτός 'ς εμάς φυτεύση πόνους. αλλά καράβι δόστε μου ταχύ, κ' είκοσι ανθρώπους όπως καρτέρι στήσω του και τον παραφυλάξω 670 μες 'ς της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου, να κλάψη 'που εταξείδευσε γι' αγάπη του πατρός του».
Όλοι ήσαν εις τους αγρούς, μόνον έν παιδίον τεσσάρων περίπου χρόνων εκάθητο κατά γης και εκράτει έν άλλο παιδάκι, περίπου έξ μηνών, προ αυτού μεταξύ των ποδών του καθήμενον· και το έσφιγγε με τα δύο χέρια εις το στήθος του, ώστε εχρησίμευεν εις αυτό ως είδος καρέκλας, και με όλην την ζωηρότητα που εκύτταζε γύρω γύρω με τα μαύρα του μάτια εκάθητο πολύ ήσυχα.
Επανεκάθησε στο παραθύρι για να σε καμαρώση: — Αρί, από πού θα ξαγναντίση το παιδάκι μου;! . . Από το παραθύρι της σαλίτσας εφαίνετο μια γωνίτσα του λιμανιού. Εκύτταζε και έλεγε, εις τα χαμένα, έτσι. — Στο καλό, παιδί μου! στο καλό! Δεξιά και αριστερά! . . . Αλλά προς το βράδυ ο καιρός εχάλασε. Χειμώνας, βλέπεις. Επήρεν ένας κρύος μαΐστρος! Χιονιά δυνατή!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν