Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Διότι ποίος θα ετόλμα να επιβουλευθή την ζωήν του πλουσίου όταν γνωρίζη ότι προ αυτού τρώγει και πίνει ο παράσιτος; Ώστε ο πλούσιος όχι μόνον τιμάται υπό του παρασίτου, αλλά και σώζεται από τους μεγαλειτέρους κινδύνους.

Όταν πράττη το καθήκον του, αναθέτει εμπιστευτικώς εις τον Θεόν την μέριμναν του να προμηθεύη αυτώ παν ό,τι είναι αναγκαίον προς συντήρησιν του σώματος, όπερ εκείνος έπλασε· θα ζητήση μετά περισσοτέρας θέρμης τον άρτον εκείνον τον εξ ουρανού, και το ζείδωρον εκείνο ύδωρ εκ του οποίου, όστις πίνει δεν διψά πλέον.

Δεν είχε τελειώσει την κουβέντα του και οι δυο νέοι έτρεχαν χέρι με χέρι προς το σπίτι. Η Ελπίδα ούτε το κέντημά της δε σκέφτηκε να πάρη. Τ' άφηκε απλωμένο εκεί απάνω στα χόρτα κι ο ήλιος φιλούσε αχόρταγα της όμορφες κλωστές, έδινε κ' έπαιρνε χρώματα. Ο γέρος έσκυψε και το κύτταξε για πολλή ώρα. Έμοιαζε σαν διψασμένο ζωντανό που πίνει αχόρταγα στην ξάστερη γούρνα του.

Παρέκει κάθηται άνευ της κάπας του ο ποιμήν ο Κομποδήμος, έχων εις το πλευρόν του φιάλην χιλιάρικην, πεπληρωμένην οίνου μαύρου σπιτίσιου, και από καιρού εις καιρόν πληροί το ποτήριον εκεί πλησίον κείμενον και αυτό, και πίνει με κατακόκκινον το πρόσωπον και ημιδακρύοντας τους οφθαλμούςεκ της χαράς τάχα ή εκ του οίνου;

Όλαις η νηαίς παντρεύονται και πέρνουν παληκάρια, κ' εγώ η Γιαννούλα η ώμορφη πήρα το μαραζιάρη. Σιμά του πάντα κάθομαι· του κρένω δεν μου κρένει· ψωμί του δίνω δεν το τρώει, κρασί και δεν το πίνει. Η κλαγγή της φωνής της, καίτοι δεν έχει πλέον την δρόσον της πρώτης νεότητος, έχει όμως σπάνιον αληθώς το κάλλος.

Κοντοζυγόνει· ξανοίγει χάμου μία λακκούλα που εδεχόταν του βράχου τη διαμαντένια σταλαγματιά. Του ήρθε σαν δίψα·γονατίζει, πίνει από το νερό· ξεδιψάει. Του ήρθε σαν κάμμα· παίρνει από το νερό και νίβεται· δροσολογάται. Αστόχαστα βγάνει κ' ένα ψαράκι που ηύρε νεκρό στις πέτρες και το ρίχνει μέσα.

Γιατί κι' εγώ, σαν τύχη ανάγκη φυσική 'στόν δρόμο να με σφίξη, πηγαίνω προς εκεί, που πάσα μας ανάγκη ρητώς απαγορεύεται;..... Θεούλη μου, τι κόσμος!... ας πάη να κουρεύεται. Θεέ μου, τι κόσμος !... πολλάκις το είπα... μου πίνει το αίμα κι' ο ψύλλος κι' η σκνίπα, και όμως δεν έχω ποτέ μου το θάρρος να ρίψω μακράν μου του βίου το βάρος.

Αρπάζει τάρματα, κρύβει την κάρα Πετά, αναλήφτηκε σαν αστραπή. Τρέχει εδώθ', εκείθε γέρνει Η έρμη φτέρνατο βουνό, Μαύρο κύμα ανεμοδέρνει Και δε βρίσκει ένα γιαλό. Τον επήρε γι' αγωγιάτη Χάρος άγρυπνος, σκληρός... Σαλαγάει, βαρεί την πλάτη Πάντα πίσω του ο νεκρός. 'Σ το τυφλό το τρέξιμό του Μεςτη φούχτα του αρπαχτά Για να βρέξη το λαιμό του Πίνει πάχνη και περνά.

Και τώρα, το φθινόπωρο που, δες, έχει μαδήσει τη λεύκα και το αγιόκλημα, που φαίδρυνε κι εσέ πλάι σου το Μάη σαν άνθιζε, αμάδητα έχει αφήσει σε μόνο και τη θλίψη μου, χλομόμαυρε κισσέ. Και πεταλούδα, σκοτεινή ωσάν εσέ κι εκείνη, σα μιαν ακτίνα από κρυφή ν' αποζητά ομορφιά, στ' άχαρα φύλλα σου πετά κι εκεί τη θλίψη πίνει που της σταλάζει απ την υγρή και στείρα συννεφιά.

Έτσι πάντα όταν διαβαίνουν, ακούς, το μακελιό, γέρνοντας στο χωριό απ τα λιβάδια κάτω. Τα κράζει, λέει, τ' αθώο αίμα τω σφαγμένων αδερφιών τους, που το πίνει η γη και το ρουφάνε λαίμαργα τα χώματα. Πάνε πάντα εκεί και μαζέβονται ολόγυρα. Αρχινάνε να χτυπούν τη γη με τα μπροστινά. Ανασκάφτουν, κολώνες σηκώνουν τα ματωμένα γύρω τα χώματα.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν