Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Θάχω τη σπαραχτική της φωνή για τραγούδι μου, και για προσκέφαλό μου την παγωμένη της αγκαλιά. Μα αν έρχουνταν τώρα τάφταιγο το κορίτσι να πη πως τον ξέφυγε τον ξένο, πως τους άφησε κ' ήρθε να φύγη μαζί μου, να ζήση μαζί μου, πως δε βάσταξε να μ' αφήση έρμο και μονάχο! Ποιος λέει πως είνε αδύνατο τέτοιο θάμα, πως τέτοια ελπίδα είνε κι από την τρέλλα μου μεγαλήτερη τρέλλα!

Κι η Κλεαρίστη αφού πήρε μαζί της τη Χλόη, την εστόλιζε σαν γυναίκα πια του γιου της. Μα το Δάφνη παίρνοντάς τον κατά μέρος ο Διονυσιοφάνης μονάχο, τον ερωτούσε αν είναι παρθένα. Κι άμα εκείνος ορκιζότανε ότι δεν είχε γίνει τίποτε περισσότερο από το φιλί και τους όρκους, αφού χάρηκε για τον όρκο, τους εκάθιζε στο τραπέζι. Τότε λοιπόν μπορέσανε να ιδούν ποια είναι η ομορφιά, όταν στολιστή.

Τώρα όμως του γενούσαν άλλο αίσθημα. Έφτανε ένα και μοναχό λιθαράκι για να του φέρνη μπροστά ατόφιο κ' ζωντανό το καλλιτέχνημα· και κείνο πάλι έφτανε για να του δείχνη κινούμενη την προγονική ψυχή. Όσο που κατάντησε ατός και μοναχός του να σμίγη την ψυχή του βιβλίου με του μαρμάρου την ψυχή και να βγάνη μια ζωή ολόχαρη, παλληκαρίσια και δοξολουσμένη.

Τότε πήγε και έκλεισε την εξώπορτα για να μην έρθει κανείς ξαφνικά και τη δει να οδύρεται μ’ αυτόν τον τρόπο για το νεκρό υπηρέτη και μάθει ο κόσμος ότι τον άφησαν να πεθάνει μοναχό, ενώ για την οικογένεια εκείνη ήταν μια μεγάλη μέρα γιορτής.

Αλλ' υπό το φίλημα εκείνο η αιδημοσύνη της κόρης εξανέστη με τοιαύτην ορμήν, ώστε κατώρθωσε να εξολισθήση εκ της περιπτύξεως του μαινομένου εφήβου και με κίνημα ταχύ ερρίφθη έξω του τελάρου· πνευστιώσα δε και τρέμουσα του είπε: — Μανώλη, καταλάγιασε, γιατί θα φύγω να σαφήσω μοναχό στο σπίτι.

Έπιασε ο Δάσκαλος και μερικοί άλλοι εκεί δα, πούχαν ακούσει ναλογοφέρνουν, το Μίμη, γιατ’ήτον έτοιμος να χυμήξη απάνω στο Νίκο, θεριό μονάχο, καθώς έβλεπε κιόλας πως έκανε να φύγη ο Νίκος απ’το χορό με τη Λιόλια, να πάη έξω στα σκοτάδια με τη Λιόλια, που στεκόταν ασάλευτη, κατάχλωμη κάτω απ’το σαλάκι της το ροζ, σαν Παναγίτσα, μέσα στη γωνιά της πόρτας Τα βρίσκουμ’ άλλη ώρα !-του φώναξε του Μίμη ο Νίκος, πάνω απ’ τα κεφάλια των αντρών που τους χώριζαν, κ’ έσυρε τη Λιόλια απ’ το χέρι τις ασκάλες κάτω. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Περπατούσανε γλήγορα, ο ένας κοντά στον άλλον, απ' τα σοκάκια της Πλάκας τα έρημα. . . Κάτι μασκαράδες ερχόντουσαν τον κατήφορο, ο ένας πίσω απ' τον άλλονα στο στενό το πεζοδρόμιο ταντικρινό : ένας παλιάτσος άσπρος και δυο ντόμινα. Μωρέ Βλάμη ! που την πας την Κλάρα!-τους φώναξε το ένα ντόμινο καθώς προσπερνούσαν. . . Μ'λάρι ! που την πας την π'λάρα !-το χόντρυνε, σε λιγάκι,ο σαχλός ο παλιάτσος, με πιο μεγάλη φωνή, μόλις πήγανε πιο κάτω. Έλα κοντά να σε κάνω τρακόσιες οκάδες!-γύρισ’ ο Νίκος και του φώναξε με μιαν αγριοφωνάρα που τους πήγε ριπιτίδι των μασκαράδων και χάθηκαν πίσω από μιαν αγκωνή . . Παρά 'κεί ξεπρόβαλαν τραγουδώντας μέσ' από ‘να στενό, που ήτονε μια ταβέρνα, ένα μπουλούκι μεθυσμένοι.

Για τούτο στην Ελλάδα δεν πρέπει νανησυχούμε, μήτε να νομίζουμε πως είναι πάρα πολύ αργά, που χαλάσαμε τη γλώσσα και που δεν είναι πια δυνατό να τη διορθώσουμε. Μοναχό του θα γίνη το πράμα. Ένα μόνο πρέπει να ρωτούμε, αν το βασίλειο θα ζήση ή όχι, αν όλοι οι Γραικοί μαζί θα καταστραφούν ή αν αρχίζουν τώρα μόνο νακούγουνται στον κόσμο.

Φτόνος του κόσμου, απήντησε μ' ετοιμότητα η Φραγκογιαννού. Ένα κορίτσ' είχε πνιγή μέσ' το πηγάδι. — Και δεν ξέρω ποιος εχτρός είπε πως έφταια εγώ . . . Μα έτσι νάχουμε καλή ψυχή, μπορείς να το πιστέψης; Τάχα δεν μπορούσε να πνιγή μοναχό του το κορίτσι; Ήταν ανάγκη να βάλω χέρι εγώ; — Μαθές! . . . έκαμεν η γραία.

Ω Πρόληψαις του κόσμου τυράννοι της ψυχής, Ο κόσμος σας λατρεύει Για 'να 'ναι δυστυχής. Εβάλθηκαν με τα σωστά τους ν' αναστήσουν την παλαιάν Γλώσσαν του τόπου, μοναχό μέσο προς φωτισμόν του γένου, και να την καταστήσουν τόσο κοινήν, οπού να την ομιλούν μικροί μεγάλοι με την ίδιαν ευκολίαν, οπού την έκρεναν τότες οι Αθηναίοι να ειπούμε.!

Σαν πάρει ο χωριανός τη ράχη του βουνού κι ανέβει στην κορυφή, βλέπει κάτω τις στέγες του χωριού του, και αγναντεύει άλλα χωριά που τα έχει ακουστά, και την πολιτεία εκεί δα πέρα, κοντά στη θάλασσα. Και μικραίνει το χωριό του. Νοιώθει πως δεν είναι μοναχό στον κόσμο, και πως ο τόπος είναι μεγάλος.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν