United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια γυναίκα, που φημιζόταν ως η χειρότερη γλώσσα του χωριού, ψιθύρισε σάλλες γυναίκες, μια βραδιά που περνούσα: «Ο γαμπρός! ο γαμπρόςΆλλη φορά άκουσα να λεν περιπαιχτικά πως το Βαγγελιό αρρώστησε από τον καϋμό της, γιατί δεν την ήθελε η πεθερά. «Και τι κρίμα ναποτύχη ένα τόσο ταιριαστό αντρόγυνο!» Σ' άλλη συντροφιά γυναικών μου φάνηκε πως μώπαν «καύκο», με μια λέξη πούχ' ακούσει κιαπό τη μάνα μου, κιαν δεν τη καταλάβαινα, μάντευα πως ήτον κακή.

Μαζί του εβύζαξα το γάλα της μάνας μου, μαζί ανατράφηκα στη σκούνα του πατέρα μου· μονοήμερα ίδρωσαν οι τρίχες στα μουστάκια μας. Η μάνα του αρρωστιάρα επέθανε πριν τον αποκόψη. Ο πατέρας του επνίγηκε στο Καβοντιλάρμε της Καλαβρίας πριν τον χαρή παληκάρι. Απόμεινε ορφανός και πεντάφτωχος. Ό δικός μου τον επήρε στο σπίτι, μας αδέρφωσε. Μαζί στο σχολείο, μαζί στα παιγνίδια. Πάντα οι δυο μας.

Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κ' εμπήκε μ' ορμή μες το σπίτι. Έρριξ' εδώ καταγής τ' άρματα κ' έπεσε ξάπλα σ' ένα προσκέφαλο απάνου σφουγγίζοντας τον ίδρω του. Ο πατέρας κ' η μάνα του, αμίλητοι, σα βουβοί, τον ακολούθησαν ως μέσα, κ' εδώ στάθηκαν ολόρθοι και τον τηρούσαν μοναχά ξαφνιασμένοι κι αναίσθητοι. — Τι με τηράτε; Σκότωσα σας λέω το Μπεϊλούλαγα, σκωθήτε να φύγουμε!

Κανένας, μη θυμόνης... Είδα κ' εγώ τη μάνα σου απόψε ’ς τώνειρό μου Και μούπε νάρθω να σ' ευρώ και να σού 'πώ, Θανάση, Που αν χαλαστούμε σήμερα, θα να δειλιάση ο κόσμος Και θα χουμήση η Αρβανιτιά πυκνή σαν την ακρίδα, Και τάλογο του Ομέρπασα ποιος θα τ' αποστομώση; — Ο γυιός του Ανδρούτζουτη Γραβιά!!...

Με αυτό και μάνα, και πατέρας, και ο Τυβάλτης, και εγώ, και ο Ρωμαίος κι’ όλοι, όλοι μου φαίνονται νεκροί, και όλοι σκοτωμένοι! Εξωρισμένος! Θάνατος η λέξις είναι τούτη! ω! Θάνατος αμέτρητος κι’ οπού δεν έχει άκρην! λόγια δεν έχει τον καϋμόν αυτόν να τον εκφράζουν.... — Πού είναι ο πατέρας μου; η μάνα μου πού είναι; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Εις του Τυβάλτη τον νεκρόν μοιρολογούν και κλαίουν.

Μαζή με την τελευταία φράση σηκώθηκε· κιόπως είχε ριγμένο πάνω της ένα μαύρο καπότο, το όλο της μου φάνηκε θλιβερώτερο παρ' όταν την έβλεπα να κάθεται. — Πρέπει να πάω μέσα, είπε. Η μάνα μου κοιμάται. Με τα βάσανά μου δεν την αφήνω την κακορίζικη να κοιμηθή νύχτα και μέρα κιόπου βρεθή την παίρνει ο ύπνος. Δε θέλω να ξυπνήση, να δη πως είμ' όξω και στενοχωρηθή.

Μου επέρασεν έν σχοινάκι εις την τρύπαν μου, και με εκρέμασεν εις τον λαιμόν τον μικρόν υιού της γειτόνισσας, ωσάν να ήμην στολίδι και όχι νόμισμα. Το παιδάκι εχαμογέλασε και με εφίλησε, και την νύκτα εκοιμήθηκα επάνω εις τον ζεστόν λαιμόν του. Την αυγήν η μάνα του παιδιού με επήρεν εις τα δάκτυλά της και με εξέταζεν. Αμέσως εκατάλαβα ότι είχε κακούς σκοπούς.

Ο παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; — καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή. — Θάρθη μαζί κ' η μάνα τους; — Βέβαια . . . πιστεύω, είπεν ο παππάς.

Δεν είν' αυτή σωστή κουζουλάδα; Κ' είντα θα πη ο κόσμος, σα μάθη τα λόγια και τα φερσίματά σου; Όλοι σε παινούνε κη κακομοίρα η μάνα σου τώχει κρυφό καμάρι. Και να κατέχανε ποιες πρίκες με ποτίζεις και τρομάρες μου δίδεις με τα πεισματικά σου!

Τα λουλούδια λιγωμένα, μεθυσμένα, και αυτά κάτω από το χρύσωμα του ήλιου εμύρωναν το βραδεινό αεράκι και στόλιζαν με ωμορφιά αφάνταστη το Βυζαντινό ερημοκλήσι. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Και μόνοι σας σαν έρημοι, σαν να μην είχατε ούτε μάννα, ούτε πατέρα. Μ α ρ ί α. Είχαμε την αγάπη μας τη μεγάλη, τη γιγαντεμένη που αντεπροσώπευε για μας τον κόσμο όλο. Κι' είχαμε και μια μάνα. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μ α ρ ί α.