Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
ΙΟΚΑΣΤΗ Τι να φοβάται ο άνθρωπος, που η τύχη δένει, και που δεν ξέρει ως αύριο τι τον προσμένει; Νομίζω πως καλύτερα με δίχως έννοιες να ζη κανείς, ως ημπορεί. Και συ τους γάμους με τη μητέρα αδύνατους νόμιζε ως είναι. Γιατί πολλοί ωνειρεύθηκαν απ’ τους ανθρώπους, πως τάχα με τη μάνα τους εκοιμηθήκαν, αλλ’ όποιος όλα τίποτε τούτα νομίζει περνά την ζωήν αξένιαστος, ησυχασμένος.
Η μάνα μου δε μούλεγε τίποτε· αλλ' η αδερφή μου, που δεν είχε πάψει, φαίνεται, να τη συμπαθά λίγο, μούπε πως η κατάστασή της ήτο πολύ άσχημη. Ο πυρετός κιο βήχας δεν την άφηναν νύκτα και μέρα και στην εκκλησία, που πήγαινε σπάνια, της ερχόντανε λιγομάρες κέφευγε στη μέση της λειτουργίας ή του σπερνού. Τώρα έβγαινε πολύ λιγοστά από το σπίτι.
Ο θόρυβος των εργαλείων, τα οποία ο Νταντής, χωρίς να είναι ορατός, όπισθεν του ξυλοτοίχου, έρριπτεν ανά ένα μέσα στο ζεμπίλι του — σκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια, κτλ. — εξύπνησε και την λεχώ, την γυναίκα του. — Τ' είναι, μάνα; — Τι να είναι! . . . Ο Κωνσταντής ρίχνει τα σύνεργά του μέσ' το ζεμπίλι! . . . είπε μετά στεναγμού η γραία. — «Και βιο λογαριάζεις;. . » συνεπλήρωσε την παροιμίαν η Αμέρσα.
— Καλώς σας ηύραμε! . . . Για χατήρι σας, κόντεψαν να μας φάνε τα στοιχειά! Ο Φάλκος ηρώτησε την μάμμην του· — Ξέρεις να μου πης, μάνα, τον καιρόν που έκτιζαν αυτό το σπίτι, τι είχαν σφάξει στα θεμέλια; . . . Μην έσφαξαν πετεινό; . . . Γιατί άκουσα έναν πετεινό να μιλή, πολυώρα . . . Η γρηά Φαλκίτσα απήντησεν ευθύμως·
Και δεν πρέπει, όχι, να συνεφιάση, να σκοτινιάση την ευτυχία του παιδιού μας το ιδικό μας ψυχικό ναυάγιο... Οι δεσμοί, Κώστα, που ενώνουν τα παιδιά με τον πατέρα και την μάνα πρέπει να είνε πλεγμένοι με ωραία και μυρωμένα λουλούδια... Είτε μη γίνονται αλυσσίδες καταδίκων που πληγώνουν και πονούν και πικραίνουν όλη τους τη ζωή. Κ ώ σ τ ας Έχεις δίκιο, Μαρία.
Η θεια μου σκέφθηκε λίγο κέπειτα είπε: — Δε θα παντρευτή μπλειο αυτή η κοπελιά; Αργεί να παντρευτή και πρέπει πως απού τη λαχτάρα τση παντριγιάς τσ' έρχεται σαν κουζουλάδα. — Και στο παιδί μου μένα θα ξεθυμάνη η κουζουλάδα τση; — Η πυρωμάδα τση, άλλαξε τη λέξη η θεια μου και χαμήλωσε τη φωνή της. Δεν άκουσα τη συνέχεια της ομιλίας, γιατ' η μάνα μου μ' έδιωξε.
Και φθάνοντας εκεί ο Απόλλων με διώχνει, ανάξιος λέγοντας τάχα πως είμαι απάντησι σε όσα ρωτώ, καμμιά να λάβω. Άλλα όμως φοβερώτερα μάντεψε ο Φοίβος. Πως τάχα με τη μάνα μου το αίμα θα σμίξω και γενεάν αισχρότατη στο φως θα φέρω, και του πατρός μου πως φονιάς μέλλω να γείνω.
— Η μάνα μου θέλει να μείνω ώστε να φτάσουν η μέρες να πάω στη χώρα· μα γω θα γιαγείρω μος περάση τση Παναγίας. Μα μπορώ ναργήσω, που θα σου φέρνω την υγειά σου; Στην τελευταία λέξη κόπηκε η φωνή μου και το Βαγγελιό ψιθύρισε τρομαγμένη: — Ω Χριστέ μου! Μια φωνή γυναίκας, βραχνή από θυμό, είχε φωνάξει από το δρόμο: — Γιώργη!
Τους αγαπούσε , γιατί ένοιωθε τον εαυτό της ανάμεσά τους, κομμάτι δικό τους, ενωμένη με τον άντρα μέσα από την αγάπης της, ενωμένη με τη γυναίκα μέσα από τον πόνο της. Τους ευλογούσε, σαν μια γριά μάνα, αλλά αισθανόταν να την παρασέρνουν μαζί τους, μέσα στη ζωή όλο μυστήριο, όπως ο Ιησούς ανάμεσα στους γονείς του κατά τη φυγή προς την Αίγυπτο…..
Μόνο πρόσεξε να μη μπερδευθής πουθενά. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ ησυχώτερα. Ό,τι σου λεγα, στώλεγα για το καλό σου. Κάθε μάνα το καλό του παιδιού της θέλει. Κι' αν μ' άκουες ως το τέλος, δεν θάκανες τέτοια τρέλλα. Κ ώ σ τ α ς. Αλλά θάπερνα την πρηγκιπέσσα σου με τα πολλά χρήματα. Κα. Μ ε μ ι δ ώ φ. Σήμερα τα χρήματα κάνουν τον άνθρωπο. Εσύ βέβαια δεν θ' αλλάξης τον κόσμο. Κ ώ σ τ α ς. Εγώ!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν