Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Δεν επήγα όμως να τα ξοδέψω στην ταβέρνα. — Να μάνα, της λέγω· σου φερα τα πλάτικα. Μεθαύριο μισεύω με τους σφουγγαράδες. — Φεύγεις με τους σφουγγαράδες! λέγει εκείνη αποσβολωμένη. Δεν πας καλήτερα να πέσης στο Μαντράκι! Γλήγορα να δώσης πίσω τα λεφτά. Ευκή και κατάρα μου άφηκεν ο συχωρεμένος ο πατέρας σου, σφουγγαράς να μη γένη κανείς από τη γενιά του. — Ευκή και κατάρα!
Μον αυτά απ' ανεγνωμιά τους, Παιδιακήσια ακεφαλιά τους, Με τη μάνα τους γελούσαν, Της ορμήνιαις δεν ψηφούσαν. Ήταν ώρα που το χιόνι 175 Των βουνών, κι' ο πάγος λιόνει· Ροβολάν μ' ορμή, αβγατίζουν, Και τα κάτω πλευρίζουν. Το ποτάμι φουσκομένο, Κατεβάζει αφρισμένο. 180 Τα νερά του τόσο υψόνει, Που τους κάμπους θαλασσόνει·
Είναι το τρίτο κοριτσάκι που μας ήρθε στα πέντε χρόνια . . . όλο κοριτσούδια, το έρμο! — Να σας ζήση! είπεν η γραία. Καλή σαράντισι της φαμιλιάς σου! — Ως τόσο, το κοριτσάκι ήρθε στον κόσμο άρρωστο, κι' όλο κλαίει, και στο βυζί δεν κολλάει. Κ' η μάνα του η καψερή, τόσο καλά δεν είναι . . . Όλο κάψι και σεκλέτι, το έρμο! Αλήθεια;
Κανένας κλέφτης 'σάν αυτός κόσμο δεν ξεγυμνώνει . . . — — Πώς τόνε λένε μάνα μου: — Τον λένε Κατσαντώνη· Μη σου ξεφύγη από τον νου το ένδοξο όνομά του. Ποτέ δεν επροσκύνησε τον Τούρκο.
— Ακούς εκεί! τι άλλο θα έσφαξαν από πετεινό, παιδί μου . . . καλά εξεφάντωσαν εκείνοι, με τον πετεινό, τον μικρόν εκείνο . . . Μακάρι να είχαμε κ' εμείς ένανε! — Τώρα τον είχα μελετήσει, μάνα, και του έταξα του γυιου μου ένα πετεινάρι, είπεν η Μαχώ.
Κεγώ πειθήνια έπινα κέτρωγα λογής λογιών αηδίες, για να γίνω το ταχύτερο καλά, να πάω στην Καλυβιανή. Βρεθήκαν όμως και γυναίκες, που όταν μείδαν στον παροξυσμό του πυρετού, αναγνώρισαν με πεποίθηση πως ήτο συνειθισμένος ρίγος. Η μάνα μου έκλινε να το πιστέψη, αλλά και δε μπορούσε να το παραδεχθή. Η φοβερή υποψία του κολλητικού κακού είχε καρφωθή στο κεφάλι της.
— Τ' είναι! είπε, τίποτα. Ξύπνησες; — Μου φάνηκε πως κάτι είπες . . . πως μ' εφώναξες, μέσ' τον ύπνο μου. — Εγώ; . . . όχι. Ταυτιά σου κάμανε. — Τι ώρα να είναι, μάνα; — Τι ώρα; ξέρω 'γώ; . . . Τόσες φορές λάλησε και ξαναλάλησε τ' ορνίθι. — Και συ δεν εκοιμήθης, μάνα; — Εχόρτασα τον ύπνο καλά . . . Τρύπησε το πλευρό μου, είπεν η Φραγκογιαννού, ήτις δεν είχε κλείσει όμμα. Όπου είναι θα φέξη.
Κατέβηκε ο ξενιτεμένος, ο γυιός της γριάς κι' ο πατέρας της τσιούπρας, από τ' άλογό του, και μάνα και παιδί, πατέρας και τσιούπρα και βάβω κι' αγγονιά, εγειναν κι' οι τρεις ένα δυσκολοχώριστο σύμπλεγμα αγάπης και πόνου, χαράς κι' ευφροσύνης.
Αλλ' υπό ποίας περιστάσεις είχον αποθάνει οι γονείς του, τούτο θα διηγηθώμεν τώρα. Κατά την εποχήν του τρυγητού η ατυχής μάνα του, όταν αυτός ήτο νήπιον, επνίγη εντός της καρούτας όπου επατούσε τα σταφύλια. Η καρούτα, ξυλίνη, ήτο τεραστία, χωρούσα στέμφυλα περί τα εκατόν φορτώματα, ισοδυναμούντα σχεδόν με άλλας τόσας βαρέλας μούστου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν