Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
— Το δικό σου θα το βρης στη μάντρα. Τώχω αφητό απού την άλλη βολά που πήα στον Αμαλό, εδά και δέκα μέρες. Εσείς με γελάτε, είπα με δυσπιστία, κυτάζοντας πότε το Βασίλη, πότε τη μάνα μου. — Γιάειντα να σε γελάσουμε; είπε ο Βασίλης. Για να πας στον Αμαλό; Σα δε θες, μη 'ρθής. Μα σα θες να βαστάς τουφέκι, να το δικό μου. — Εγώ να το βαστώ;
— Καϋμένο παιδί! του είπε, και τον περιεπτύχθη, καταφιλούσα μετά δακρύων την ακτένιστον κεφαλήν του. Πεντάρφανο απόμεινες· πάει κ' η μάνα σου. Και τον έσφιξεν εις τας αγκάλας της τόσον, ώστε ο Γεώργης δεν εύρεν αναπνοήν διά να κλαύση. — Έλα, πάμε! προσέθηκε. — Πού θα πάμε, θεία; ηρώτησεν ο ορφανός. 'Σ την Κόρθο; Και εσκίρτησεν η καρδιά του. — Όχι, Γεωργάκη μου, θάρθης να καθίσης μαζή μου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ Παρήγγειλε να σου ειπώ, ως νέος τιμημένος, κ' ευγενικός, και αγαθός, και καλοκαμωμένος, κ' ενάρετος αληθινά... Η μάνα σου πού είναι; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Η μάνα μου; η μάνα μου πού είναι; — Είναι μέσα. Και πού θα ήναι; θαυμαστήν απόκρισιν μου δίδεις: «Παρήγγειλε να σου ειπώ ως νέος τιμημένος, «πού είν' η μάνα σου».
Ο Ήλιος απ' αλάργα Την ακλουθάει με την ματιά, και με καϋμό της λέει, Πως θα τον κάμη η αγάπη της βαρη' άρρωστος να πέση. Και σαν το μάθη η μάνα του, η μάγισσα η μεγάλη Και ξακουστή βασίλισσα, θε να της κάμη μάγια.
Αλλά, βλέπων την προσήλωσιν του Λιάκου προς την διεύθυνσιν του Μάνα, ο Κ. Πλατέας διέκοψε τον λόγον, εστήριξε την αριστεράν επί της τραπέζης προς διευκόλυνσιν της μελετωμένης επί του σκαμνίου περιστροφής του, και ητοιμάζετο να ίδη πάλιν τι το ελκύον την προσοχήν του Λιάκου, ότε ούτος νοήσας τον σκοπόν του θέτει ορμητικώς την χείρα επί της παχείας χειρός του φίλου του, και σφίγγων αυτήν ισχυρώς λέγει ταπεινή τη φωνή, αλλά με ύφος επιτακτικόν: — Μη γυρίσης!
Πού να φύγουμε και πού να πάμε; Τ' ήταν αυτό που μας έκαμες, μπρε παιδί μου. Αμ' εγώ δεν έχω τρεις μήνους που βήκ' από τα σίδερα και τώρα πάλε για τα μπουτρούμια με ξεκινάς, μωρέ Φώτο; Κι' ο δόλιος πατέρας έκρυψε στα δυο του χέρια το πρόσωπο σα νάκλαιγε. Τότες η μάνα τίναξε περήφανα, σαν τη λιόντισσα, το κεφάλι κατ' αυτόν και του λέει με καταφρονητικό πικρόγελο.
Αγαπημένοι, αχώριστοι, μονάχοι μας να ζούμε, Κι' αν θα χαθούμε, πάλ' οι δυο μαζί μας να χαθούμε... ..................................................... Κάποιος διαβάτης με καιρό διαλάλησε μια μέρα, Ότι σ' απόκρυφην ερμιάν εύρε χρυσή φλογέρα. — Μάνα, πάρ' της ευχαίς και τ' άγια λείψανα, Τι δεν μπορούν να γειάνουν την αρρώστεια μου. Δεν είν' ούτε από πόνον ούτε από Ξωθιαίς.
Μετ' ολίγον, ο κυρ-Δημάκης, πάντοτε σκυθρωπός και συννεφιασμένος, ως άνθρωπος μέλλων ν' αυτοκτονήση, απεκοιμήθη, νομίσας ότι καθησύχασεν ούτω την γραίαν, ίνα εγερθή την πρωίαν. Κάτω δε εις το κατώγειον φως έλαμπεν ακόμη από τας χαραμάδας του πατώματος και φωνή γλυκεία ηκούετο σιγά-σιγά άδουσα: Νύσταξ' η Πανίτσα και πάει να κοιμηθεί κ' η μάνα τς δεν το ξέρει πως θα στεφανωθή.
Τον ίδρωτα σπογγίζει, Και πάλι ορθός τα θλιβερά τα λόγια του αρχίζει: — Τη μέρα εκείνη, ο άμοιρος, πώς την θυμούμαι ακόμα! Σε πόσους τη μολόγησε το γέρικό μου στόμα!.. Τον άγριον τότε Αλή πασά τα Γιάννινα βαστούσαν, Που 'ς τη βαρειά φοβέρα του κ' οι κλέφταις προσκυνούσαν. Ήμουν μικρός, πολύ μικρός. Αγνάντια 'ς την Καστρίτσα Ο κόμος 'πανηγύριζε. Η μάνα μου η Ζωίτσα Πήρε κ' εμένανε μαζύ.
Η μάνα με την ψυχοπαίδα, δεν είχαν πάρει μεσάνυχτα ακόμη, κ' ήταν ξύπνιες. Εσηκώθηκαν, έβαλαν φωτιά, κι άρχισαν να ψήνουν τα λαλάγκια. Μας πήρε η τσίκνα του λαδιού, που τίκλωσε μέσα το σπίτι. Ακούσαμε και το τσιτσίρισμα του τηγανιού στη φωτογωνιά. Επεταχτήκαμ' από τα στρώματα κ' εμείς τα παιδιά. Ετριγυρίσαμε τη φωτογωνιά γύρω ολόχαρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν