Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Και τον καιρόν που οι φίλοι εχαίροντο, έρχεται η μάνα της νύμφης και την παίρνει από το χέρι και εμίσευσαν από εκεί. Έπειτα από ολίγον έρχεται ο Μουφάκ και με παίρνει και εμένα, και με φέρνει εις ένα χοντζερέ πολλά εύμορφα στολισμένον εις τον οποίον ήτον ένα κρεβάτι στολισμένον με χρυσά παπλώματα και τριγύρω του πολλές λαμπάδες αναμμένες.

Ανεγνώρισε την φωνήν της Αμέρσας. Ήτο η δευτορότοκος κόρη της. — Τι έπαθες, αρή;. . . Τι σου ήρθε, τέτοια ώρα; Και ήνοιξε την θύραν. Μάνα, επανέλαβε μετ' ασθμαινούσης φωνής η Αμέρσα. Τι κάνει το κορίτσι; . . . μην πέθανε; — Όχι . . . κοιμάται. Τώρα ησύχασε, είπεν η γραία. Πώς σου ήρθε; — Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με πάλλουσαν ακόμη φωνήν η υψηλή γεροντοκόρη.

'Στά κορφοβούνια τα ψηλά, 'ςτά βαθειά λαγκάδια, 'Σταίς δαφνοσκέπασταις σπηλιαίς και 'στά βαθειά λαγκάδια, Οπώχεις μάνα μάγισσα, πατέρα σου τον ήλιο, Και ταις νεράιδες αδελφαίς, — ταις νυχτογεννημέναις, Πώχεις ραγιάδες τους βοσκούς, τους ώμορφους ζευγίταις· Έλα, βουνίσια Μούσα μου, που ξένου ανθρώπου μάτι Δεν σ' είδε, δεν σ' ελόγιασε νους ξένος, ξένο αχείλι Δεν φίλησε τ' αχείλι σου, έλα 'ςτόν ακριβό σου, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Αλλ' όχι, δεν έπρεπε, να τ' αφήση να της διαφύγουν! έπρεπε πάση θυσία να τα βάλη πάλιν εις τας χείρας της· να την κάμη την πομπιομένη τη Μάρω, που άφινε την μάνα της, εκείνην που την εγέννησε, χάριν του Γιάννου, να την κάμη για τ' αλάτι.

Όλα ταύτα τα ενθυμείτο καλώς η Αμέρσα, επειδή η μάνα της δεν είχε παύσει να τα διηγήται έκτοτε.

Κόλπος τούρθε τότε του βαριόμοιρου Ζώη. Πάει το πλειότερο το βιο του. Τώφαε και το επίλοιπο η αρρώστεια κ' η λεχωνιά της γυναίκας του, που τράβηξε χρόνον καιρό, κι όπου τη γκρέμισε κι αυτή μέσα στον τάφο μαζί με το παιδάκι της. Πέθανε σε κάμποσον καιρό ύστερα κ' η μαύρ' η μάνα του.

Ω φωνάζουν όλα αντάμα Τα Ψαράκια, ω! τι θιάμα Σπίτια, δέντρα, όλα ένα Νάτα καταποντισμένα. Φόβου τόπος πλιο δε μένει· Πέλαγος η οικουμένη· Ήρθε ήρθε ο καιρός μας. Είναι ο κόσμος εδικός μας. Τι λες, Μάνα, είναι χρεία Να 'χομε άλλην υποψία ; Μάλιστα, παιδιά μου, τώρα, Να φοβάστε είναι ώρα, Το νερό αυτό διαβαίνει, Κι' η στεριά σαν πρώτα μένει Σταματάτε, αφηκραστήτε, Μην αντέστε, και χαθήτε.

Το δυστυχισμένον παπί δεν ήξευρε πού να σταθή, ούτε πού να φύγη, και ήτο μελαγχολικόν, επειδή όλος ο κόσμος το επερίπαιζε και το εκαταφρονούσε. Τας ακολούθους ημέρας το πράγμα εχειροτέρευε και επήγαινε. Έως και τα αδέλφιά του δεν του άφηναν ησυχίαν, και του έλεγαν: Α! να σε έπερνεν η γάτα, ασχημόπαπον! Η δε μάνα του έλεγε: Ας έλλειπες απ’ εμπρός μου, να μη σε βλέπουν τα μάτια μου!

Αι γυναίκες την έλεγαν «απαστύλωτη» «αναφάνταλη», «αστάνευτη». Έλεγαν ότι εξακολουθεί και τώρ' ακόμα, σχεδόν πενηντάρα, να βάπτη τα μαλλιά της μ' «ακνά». Επειδή, όταν της τα έβαπτε μικράς κόρης η μάνα της, το πράγμα δεν ελογίζετο εις όνειδος. Αυτή όμως θα ηδύνατο ν' απαντήση ότι τώρα ήτο λογικώτερον να τα βάπτη. Και τωόντι, ποτέ δεν εχαλούσεν η καρδιά της, ούτε δι' αυτό ούτε δι' άλλο τίποτε.

Έρριξ' εδώ καταγής τ' άρματα κ' έπεσε ξάπλα σ' ένα προσκέφαλο απάνου σφουγγίζοντας τον ίδρω του. Ο πατέρας κ' η μάνα του, αμίλητοι, σα βουβοί, τον ακολούθησαν ως μέσα, κ' εδώ στάθηκαν ολόρθοι και τον τηρούσαν μοναχά ξαφνιασμένοι κι αναίσθητοι. — Τι με τηράτε; Σκότωσα σας λέω το Μπεϊλούλαγα, σκωθήτε να φύγουμε! — Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα!

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν