United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και είπε: — Μα γιάειντα τα λες αυτά, θυγατέρα μου; για να χαλάσης τη χαρά που μούκαμες με την καλλιτεράδα σου; — Έχεις δίκιο, μάνα μου, και δε θα ξαναπώ τέτοια πράμματα. Κιαπό 'δα και πέρα όλο θα πολεμώ να σευχαριστώ. Τωόντι την άλλη μέρα είπε πως πάλι ήτο καλά και πάλι σηκώθηκε· κη καλλιτέρεψη της υγείας της κράτησε μέρες.

»Θυμάσαι, ανήλικο μ' είχε πετάξητο δρόμο η μοίρα μου, μικρό, μικρό, Τη μάνα οι άπιστοι μούχανε σφάξητο λόγγο εκρύφτηκα γυμνό, ορφανόΕδώ επρωτώρθαμε... Μ' ακούς πατέρα;... Εδώ μ' ανάστησες νεκρό, φτωχό. Εδώ με πότισες δροσιά κι' αγέρα Μ' έκαμες έλατο, πατέρα εδώ.» «Πρώτος συ μώδειξες του εχθρού την όψη Και συ μ' εβάφτισες μεςτη φωτιά.

Μα, καϋμένο παιδί, έλεγε η μάνα μου, μέλι 'χει αυτή η κοπελιά; Εγώ τώξερα τι μέλι είχεν ή μάλλον τώρα άρχιζα να το νιώθω, διότι έως τότε η αγάπη μου ήτο αίσθημα κατά πολλά αυτοαγνοούμενο και μιμητικό. Τώρα όμως άρχιζε να καίη και να διαφωτά μέσα μου μια φωτιά που δε μ' άφηνε να την αγνοώ. Αλλά σ' αυτή την αυτοανακάλυψη με βοήθησε και το Βαγγελιό.

» Σ' εγνώρισ' απ' το βλέμμα σου « Τώρα, κι' τη λαλιά σου, « Σ' εγνώρισα, μανούλα μου, « Σ' εγνώρισα, γλυκειά μου, » Σ' εγνώρισα, και χαίρεται « Η θλιβερή καρδιά μου, « Μάνα μου. Τώρα ρώτα με » Για τάλλα τα παιδιά σου.

Την πρώτην αφορμήν προς την τοιαύτην σύγκρισιν παρέσχεν ίσως η φρικώδης εκείνη της Λαίδης Μάκβεθ έκφρασις: Το γάλα μου το έδωκα, και 'ξεύρω πώς τ' αγαπά το βρέφος της μια μάνα που βυζάνει κτλ. Αλλά της Λαίδης Μάκβεθ οι λόγοι προξενούσι φρίκην μεγαλειτέραν ή τα έργα της Μηδείας. Αύτη φονεύει τα ίδια τέκνα, τα τέκνα του Ιάσονος, όπως εκδικηθή κατά του απίστου πατρός αυτών.

Η κόρη της η Δελχαρώ, είδε την ανησυχίαν της, κι' άρχισε να κυττάζη, όπως η μήτηρ της, και αυτή. Την ώραν της δύσεως του ηλίου, αίφνης μετά κρυφίου φόβου την έκραξε. — Μάνα! Μάνα! — Τι είνε; — Έλα να ιδής! — Τι; — Δυο ταχτικοί στέκονται και κυττάζουν έξω απ' την αυλή, στο σπίτι σας . . . Η γραία Χαδούλα εσηκώθη, και είδεν εκείνο το οποίον εφοβείτο.

Κείντα θα κάμης πάλι στον Άη Θωμά; είπε το Βαγγελιό· και φάνηκε πως δεν της άρεσε αυτό το ταξίδι, γιατί καταλάβαινε το σχέδιο της μάνας μου. Μα πάλι δεν είπε τίποτε για τη μάνα μου. — Αν ήτονε, της είπα, να πάω μόνο στον Άη Θωμά, δε θα πήαινα. Μόνο θα πάω και στην Καλυβιανή, να βρεθώ 'κειά τση Παναγίας να την παρακαλέσω για την υγειά σου. Εκινήθη να μαγκαλιάση, αλλ' ευθύς τραβήχτηκε.

Είπαν αφτά κι' ανέβηκαν στο σκαλισμένο αμάξι, κι' απάνου τράβηξαν, φωτιά γιομάτοι, στο Διομήδη· 240 Μον ο καμαρωμένος γιος του Καπανιά τους είδε και του Διομήδη λέει εφτύς δυο φτερωμένα λόγια «Διομήδη, του Τυδέα γιε, μυριάκριβό μου αδρέφι, άντρες διο βλέπω δυνατούς και τρέχουνε αφρισμένοι να σε βαρέσουν· σα βουνό έχουν αντριά κι' οι διο τους. 245 Ο ένας τους, σαΐτεφτής παράξος, καμαρώνει που του Λυκά 'ναι τάχα γιος· κι' ο άλλος, ο Αινείας, παινιέται πως τον έσπειρε ο ξακουστός Αχίσης, κι' έχει και μάνα λέει θεά, τη χρυσωπή Αφροδίτη.

Η μάνα μου την επρόσβαλε, την εσυκοφάντηοε, την εμίσησε αγριώτατα, όταν εκείνη δεν άνοιξε ποτέ το στόμα της να πη κακό γιαυτήν. Αλλά κεγώ δεν την έφερα ολιγώτερο στο θάνατο με την αδιαφορία μου. Για το κυνήγι απαρνήθηκα κείνην που τόσο μαγάπησε και τόσο μαγαπούσε.

Εγώ, παιδί μου, είπε με ημερώτερο τρόπο, δε σου τώπα για το κακό σου. Ποιος άλλος σαγαπά καλλίτερα 'πό μένα που σ' εγέννησα και σενέθρεψα; Σούπα να μη πιαίνης στσ' αρρωσταράς, γιατί 'χει κακό και κολλητικό πάθος· κιάνεν πάθης ο Θεός να σε βλέπηποιος θα καή παρά η μάνα σου; Μα αν, πρέπει, θαρρείς πως θέλω το κακό σου κιό,τι σου λέω να μην το κάνης το κάνεις στο πεισματικό μου.